BITAMINH D – ΟΣΤΕΟΠΕΝΙΑ – ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ

Συμβουλεύει ο κος Αθανάσιος Φλώρος, Ρευματολόγος

Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη που παίζει σημαντικό ρόλο στην διατήρηση της αρχιτεκτονικής των οστών και την καλή λειτουργία του μυοσκελετικού συστήματος.                                      

   Κύριως δρα στην ρύθμιση της απορρόφησης του ασβεστίου και του φωσφόρου και την επιμετάλλωση των οστών με στόχο την αύξηση της οστικής αντοχής και συνεπώς προστασία από τα κατάγματα. Αυξάνει επίσης την μυική ισχύ προστατεύοντας από τις πτώσεις. (σκελετικές δράσεις).

    Όμως έχει επίδραση και σε άλλα συστήματα στου οργανισμού και η έλλειψή της φαίνεται να εχει δυσμενή επίδραση στην λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, σε καρδιαγγειακά νοσήματα, στον διαβήτη κλπ (εξωσκελετικές δράσεις)

     Ο οργανισμός προσλαμβάνει την βιταμίνη D κυρίως από τον ήλιο (80%) κ απο ορισμένες τροφές (20%) όπως ορισμένα είδη ψαριών ( σολομός, σκουμπρί, σαρδέλα), ο κρόκος του αυγού, καθώς και

 τροφές που έχουν εμπλουτιστεί με βιταμίνη D όπως η μαργαρίνη.

     Η πρόσληψη της μειώνεται με την ηλικία, το χρώμα του δέρματος (λιγότερο οι σκουρόχρωμοι τύποι), το γεωγραφικό πλάτος κ την εποχή, την χαμηλη σε λιπαρές τροφές διατροφή και την χρήση αντηλιακών. Αυτό συμβαίνει κ στην Ελλάδα (μεσογειακό παράδοξο) που παρότι έχουμε αρκετή ηλιοφάνεια ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού δεν έχει φυσιολογικά επίπεδα βιτ. D.

     Τα φυσιολογικά επίπεδα βιτ. D είναι πάνω από 20 ng/mL αν και άτομα με οστεοπόρωση ή άλλες ειδικές καταστάσεις καλό είναι να έχουν > 30 ng/mL. Οταν η βιτ. D είναι μεταξύ 10 και 20 ng/mL έχουμε ανεπάρκεια, ενώ σε επίπεδα κάτω των 10 ng/mL έχουμε έλλειψη και πρέπει να γίνει αναπλήρωσή τους. Στην έλλειψη συνιστάται η χορήγηση αρχικά μιας δόσης εφόδου, 25.000 – 60.000 IU εβδομαδιαίως ή 4.000 – 8.000 IU ημερησίως, για 8-12 εβδομάδες κ στην συνέχεια δόση συντήρησης ώστε να έχουμε φυσιολογικά επίπεδα ενω για την ανεπάρκεια 800 – 1000 IU την ημέρα (7000 IU την εβδομάδα) συνήθως είναι αρκετές.

   Η οστεοπόρωση είναι μια συστηματική σκελετική  νόσος που χαρακτηρίζεται από ελαττωμένη οστική  μάζα και διαταραχή της  μικροαρχιτεκτονικής των  οστών, με επακόλουθο την αύξηση της ευθραυστότητας των οστών και της πιθανότητας κατάγματος.  

  Αρχικά δεν υπάρχουν συμπτώματα και ο πόνος εμφανίζεται αφού υπάρξει μεγάλη απώλεια οστικής μάζας (> 30%) ή οστικά κατάγματα. Τα κατάγματα είναι κυρίως σπονδυλικά (50% αυτόματα), ισχίου (90% πτώση) και κερκίδας.

  Η  ηλικία > 65 ετών, γυναίκες λεπτόσωμες,  με πρόωρη εμμηνόπαυση, αυξημένο ρυθμό οστικής ανακατασκευής ( fast bone losers), προηγούμενο κάταγμα ήπιας ενέργειας, με συγγενή Α βαθμού με κάταγμα/ (μητέρα) ιστορικό οστεοπόρωσης, τάση για πτώσεις έχουν αυξημένο κίνδυνο για οστεοπόρωση. Επίσης διατροφικοί παράγοντες (αλκοόλ), ο τρόπος ζωής (κάπνισμα), φάρμακα (κορτιζόνη), διάφορες παθησεις αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης.

  Η διάγνωση γίνεται με την μέτρηση της οστικής πυκνότητας στην σπονδυλική στήλη ή το ισχίο. Τιμές μικρότερες των – 2,5 SD δηλωνουν οστεοπόρωση, ενω από – 1 εως -2,5 έχουμε οστεοπενία.

   Η σωματική άσκηση, η διακοπή του καπνίσματος, ο περιορισμός του καπνίσματος και της καφείνης συνεισφέρουν στην πρόληψη της οστεοπόρωσης μαζί με την προσπάθεια αποφυγής των πτώσεων σε ηλικιωμένα άτομα (διόρθωση διαταραχών της όρασης, περιορισμός υπνωτικών, αναγνώριση της άνοιας, διόρθωση κινητικών δυσλειτουργιών, ιδίως των κάτω άκρων, βελτίωση της ισορροπίας).

  Επίσης συνιστάται η λήψη επαρκών ποσοτήτων ασβεστίου και βιταμίνης D (οστεοπενία) κ φαρμακευτικής αγωγής (οστεοπόρωση) όταν έχουμε αυξημένο καταγματικό κίνδυνο με το FRAX score.

Μοιράσου τη γνώση. Κοινοποίησε το!