Λεξικό Ιατρικών Όρων (Γλωσσάρι)

Αναλγητικά:

Φάρμακα με λιγότερο αντιφλεγμονώδεις δράσεις αλλά με καλή αναλγητική ιδιότητα όπως η παρακεταμόλη.
Αναστολείς μεταλλοπρωτεασών: Πρωτεΐνες που διακόπτουν τη δράση των μεταλλοπρωτεασών. Τέτοιοι αναστολείς είναι ο ιστικός αναστολέας του πλασματογόνου και ο ιστικός αναστολέας των μεταλλοπρωτεασών.

Αρθρικός υμένας:

Εσωτερική μεμβράνη που επενδύει την άρθρωση και παράγει αρθρικό υγρό.

Αρθρίτιδα:

Φλεγμονή του αρθρικού υμένα της άρθρωσης που στη τυπική της μορφή χαρακτηρίζεται από πόνο, διόγκωση, ερυθρότητα και θερμότητα.

Γλυκοζαμίνη:

Είναι ένας δισακχαρίτης υδρόφιλος, που αποτελεί τμήμα της πρωτεογλυκάνης.
Θεμέλια ουσία: Συστατικό του χόνδρου που αποτελείται από πρωτεογλυκάνες, κολλαγόνο και μη κολλαγονικές πρωτεΐνες.

Οστεοαρθρίτιδα:

εκφύλιση και καταστροφή του χόνδρου.

Οστεόφυτο:

Παραγωγή νέου οστού στις παρυφές του κατεστραμμένου οστού που προβάλλει και εμποδίζει τις κινήσεις της άρθρωσης.

Κολλαγόνο:

Υλικό από ινώδεις έλικες που υφαίνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας πλέγματα. Αποτελεί το κύριο συστατικό του συνδετικού ιστού του σώματος. Υπάρχουν πολλά είδη κολλαγόνου. Αυτό που υπάρχει στο χόνδρο είναι το κολλαγόνο τύπου ΙΙ, πολύ ανθεκτικό στις πιέσεις.

Κορτικοστεροειδή:

Στεροειδικές ορμόνες με ισχυρή και αντιφλεγμονώδες δράση που παράγεται από τον φλοιό των επινεφριδίων. Χρησιμοποιούνται θεραπευτικά σε πολλές παθήσεις όπως φλεγνονώδες αρθρίτιδες, βρογχικό άσθμα κ.α.

Μεταλλοπρωτεάσες:

Ένζυμα που παράγονται από πολλά κύτταρα κυρίως από τα χονδροκύτταρα. Κύρια δράση τους είναι η αποδόμηση του χόνδρου και η καταστροφή του οστού .

Πρωτεογλυκάνες:

Σύμπλεγμα πρωτεϊνών με δισακχαρίδια και υαλουρονικό οξύ.

Υαλουρονικό:

Είναι ένας πολυσακχαρίτης που αποτελείται από επαναλαμβανόμενες μοριακές αλληλουχίες β-D-γλυκουρονικό οξύ και β-D-Ν-ακετυλογλυκοζαμίνη. Στο φυσιολογικό γόνατο ενηλίκων υπάρχει περίπου 2 ml του αρθρικού υγρού, με συγκέντρωση υαλουρονικού από 2.5 να 4,0 mg /ml15. Παράγεται από τα χονδροκύτταρα, υμενοκυτταρα.

ΜΣΑΦ:

Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, που έχουν αντιφλεγμονώδεις και αντιπυρετικές ιδιότητες. Διακρίνονται σε ΜΣΑΦ κλασσικά όπως η Ναπροξένη, δικλοφενάκη, πιροξικάμη κ.α, και σε εκλεκτικά ΜΣΑΦ που είναι η μελοξικάμη, νιμεσουλίδη, σελεκοξίμπη κ.α.

Φλεγμονή:

Απάντηση του οργανισμού στη βλάβη του ιστού με σκοπό την απομάκρυνση και καταστροφή του βλαπτικού παράγοντα (μκρόβια –τραύματα). Στην οξεία της μορφή χαρακτηρίζεται από διόγκωση, πόνο, θερμότητα, ερυθρότητα της πάσχουσας περιοχής αλλά και με μειωμένη λειτουργικότητα.

Χονδροϊτίνη:

Βλέπε γλυκοζαμίνη.

Χονδροκύτταρα:

Κύτταρα του χόνδρου που παράγουν και αποδομούν τη θεμέλια ουσία.

Χόνδρος:

Σκληρό ευπίεστο υλικό που βρίσκεται στις άκρες των οστών και λειτουργεί ως μέσω για την απορρόφηση των κραδασμών της άρθρωσης και επιτρέπει την εκτέλεση κινήσεων μεταξύ των οστών.

Συμβουλεύει ο κος Αλέξανδρος Α. Δρόσος, Καθηγητής Παθολογίας/Ρευματολογίας, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, http://www.rheumatology.gr

Μοιράσου τη γνώση. Κοινοποίησε το!