Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου: Πώς σχετίζεται με την οστεοπόρωση;

Τι είναι;

Το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου – ΣΕΕ (Irritable Bowel Syndrome – IBS) ή αλλιώς Σπαστική Κολίτιδα αποτελεί μια χρόνια διαταραχή του γαστρεντερικού μονοπατιού και σχετίζεται με μειωμένη ποιότητα ζωής και παραγωγικότητα στην εργασία. Δεδομένα του 2015 μαρτυρούν ότι το ΣΕΕ επικρατεί στο 7 με 21% του γενικού πληθυσμού και συνήθως σε άτομα μικρότερα των 50 ετών.

Μάλιστα φαίνεται πως το ΣΕΕ εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες, αλλά δεν σχετίζεται με αυξημένα ποσοστά θανάτων.

Πρόκειται για μια διαταραχή που οφείλεται σε πλήθος αιτιών (πολυπαραγοντική) μεταξύ των οποίων είναι:

  • η διαταραχή της γαστρεντερικής κινητικότητας,
  • η σπλαγχνική υπερευαισθησία, οι μεταβολές της μικροβιακής χλωρίδας του εντέρου,
  • οι τροφικές δυσανεξίες,
  • οι εντερικές ή μη λοιμώξεις,
  • διάφορα αντιβιοτικά,
  • γενετικοί παράγοντες,
  • αλλά και διάφοροι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες. Συγκεκριμένα, έχει φανεί ότι στο 40-60% των ασθενών συνυπάρχουν ψυχολογικές διαταραχές και κυρίως κατάθλιψη και άγχος.

Επομένως, δεν είναι ξεκάθαρο εάν οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες συνιστούν αίτιο ή συνέπεια του ΣΕΕ. Στα τυπικά συμπτώματα της νόσου περιλαμβάνονται ο μετεωρισμός, το κοιλιακό άλγος, η κοιλιακή διάταση και η μεταβολή στις συνήθειες του εντέρου (διάρροια ή δυσκοιλιότητα ή εναλλαγή των δύο).

Τέλος, υπάρχουν παράγοντες που μπορούν πυροδοτήσουν την έξαρση των συμπτωμάτων του ΣΕΕ, πέραν των ψυχολογικών διαταραχών. Στους παράγοντες αυτούς ανήκουν: το στρες, η κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών, διάφορα φάρμακα, η λοίμωξη και η φλεγμονή, διάφορα συστατικά της διατροφής (θα αναλυθούν παρακάτω), οι ορμόνες π.χ. εμμηνορυσιακός κύκλος και οι εναλλαγές των εποχών.

Η διάγνωση του ΣΕΕ γίνεται από την παρουσία συγκεκριμένων συμπτωμάτων απουσία οργανικής νόσου. Αρχικά, πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα ύπαρξης κοιλιοκάκης και δυσανεξίας στη λακτόζη και τη φρουκτόζη.

Στη συνέχεια, εφαρμόζονται τα κριτήρια ROME IV (2016), σύμφωνα με τα οποία το ΣΕΕ κατηγοριοποιείται ως λειτουργική διαταραχή του εντέρου που χαρακτηρίζεται από κοιλιακό άλγος, το οποίο σχετίζεται με δύο ή περισσότερα εκ των παρακάτω:

  1. βελτίωση των ενοχλήσεων με την κένωση,
  2. αλλαγές στη σύσταση των κενώσεων και
  3. αλλαγές στη συχνότητα των κενώσεων.

Τα κριτήρια θα πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον 1 φορά το μήνα τους τελευταίους 3 μήνες, με την έναρξη των συμπτωμάτων να τοποθετείται τουλάχιστον 6 μήνες πριν τη διάγνωση.

Παράλληλα, έχουν περιγραφεί 4 τύποι ΣΕΕ:

  1. ο IBS-C με προεξάρχον σύμπτωμα τη δυσκοιλιότητα,
  2. ο IBS-D με προεξάρχον σύμπτωμα τη διάρροια,
  3. ο μικτός τύπος, IBS-M και
  4. ο μη προσδιοριζόμενος από τα συνήθη συμπτώματα τύπος, IBS-U.

Παρόλο που η σχέση της οστεοπόρωσης και άλλων διαταραχών του γαστρεντερικού συστήματος, όπως η κοιλιοκάκη (δυσανεξία στη γλουτένη), η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος Crohn, έχει μελετηθεί εκτενώς και έχει φανεί ότι αυξάνουν τον κίνδυνο τόσο οστεοπόρωσης όσο και καταγμάτων, για την αντίστοιχη συσχέτιση με το ΣΕΕ δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή ερευνητικά δεδομένα.

Αρχικά, να επισημανθεί πως οστεοπόρωση είναι η κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από απώλεια οστικής μάζας, διαταραχή της μικρο-αρχιτεκτονικής του οστού και σκελετική ευθραυστότητα, με συνέπεια τον αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων.

Σήμερα, χαρακτηρίζεται ως πολυπαραγοντική συστηματική νόσος που επηρεάζεται από γενετικούς, ορμονικούς, περιβαλλοντικούς και διατροφικούς παράγοντες και διαγιγνώσκεται με τη μέτρηση της οστικής πυκνότητας.

Από τα υπάρχοντα ερευνητικά δεδομένα αποκαλύπτεται ότι στο ΣΕΕ ο κίνδυνος οστεοπόρωσης, αλλά και καταγμάτων, είναι υψηλότερος σε σχέση με τον υγιή πληθυσμό, αλλά μικρότερος σε σχέση με τις άλλες παθήσεις του εντέρου.

Αναλυτικότερα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος παρατηρείται στις γυναίκες ηλικίας 40-59 ετών και ακολουθούν οι άνδρες ηλικίας 40-60 ετών. Όσον αφορά στα άτομα μικρότερα των 40 χρόνων, φαίνεται πως και πάλι οι γυναίκες εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο οστεοπόρωσης σε σχέση με τους άνδρες. Επομένως, γίνεται κατανοητό πως το ΣΕΕ αποτελεί παράγοντα κινδύνου οστεοπόρωσης.

Για ποιο λόγο, όμως, συμβαίνει αυτό;

Έχει φανεί ότι στο ΣΕΕ πραγματοποιούνται τροποποιήσεις στα διάφορα φλεγμονώδη κύτταρα, με αποτέλεσμα τη διαταραχή του εντερικού βλεννογόνου και τελικά, τη μειωμένη απορρόφηση θρεπτικών συστατικών και στην προκειμένη περίπτωση ασβεστίου, το οποίο αποτελεί συστατικό των οστών και βιταμίνης D.

Η μειωμένη βιταμίνη D οδηγεί σε αύξηση της παραθορμόνης (PTH), η οποία με τη σειρά της προκαλεί οστεόλυση και απομάκρυνση του ασβεστίου από τα οστά στην κυκλοφορία και τελικά, οστεοπόρωση και κίνδυνο καταγμάτων.

Ένας επιπλέον μηχανισμός που έχει περιγραφεί αφορά στα οιστρογόνα, τα οποία προστατεύουν τα οστά από τη λύση, επάγουν το σχηματισμό τους και αυξάνουν τη διάρκεια ζωής τους. Ωστόσο, κατά την περίοδο την εμμηνόπαυσης ο μηχανισμός αυτός σταματά να λειτουργεί, γεγονός που εξηγεί και το λόγο που η οστεοπόρωση εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες με ΣΕΕ, έναντι των ανδρών.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι πολλοί ασθενείς παρατηρούν έξαρση των συμπτωμάτων έπειτα από την πρόσληψη γαλακτοκομικών και λακτόζης γενικότερα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να αποκλείουν από τη διατροφή τους αυτού του είδους τα προϊόντα, τα οποία, ωστόσο, αποτελούν τις κύριες πηγές ασβεστίου.

Με τον τρόπο αυτό δεν προσλαμβάνουν επαρκείς ποσότητες του απαραίτητου αυτού για τα οστά θρεπτικού συστατικού και έτσι, αυξάνεται ο κίνδυνος οστεοπόρωσης.

Ο ρόλος της διατροφής στο ΣΕΕ δεν είναι πλήρως κατανοητός και η δίαιτα από μόνη της δεν αποτελεί αποτελεσματική λύση για όλους τους ασθενείς. Πολλά τρόφιμα έχουν ενοχοποιηθεί ότι επάγουν τα συμπτώματα του ΣΕΕ. Ωστόσο, διαφορετικές τροφές μπορούν να προκαλέσουν συμπτώματα στον κάθε ασθενή.

Γι’ αυτό είναι αναγκαίο ο καθένας να διατηρεί ένα ημερολόγιο στο οποίο θα καταγράφει τα τρόφιμα που καταναλώνει και τα συμπτώματα που εμφανίζονται.

Γενικά, είναι προτιμότερο να αποφεύγονται

  • το αλκοόλ,
  • η καφεΐνη,
  • τα ανθρακούχα αναψυκτικά,
  • τα λιπαρά φαγητά,
  • η λακτόζη,
  • η σορβιτόλη,
  • η μαννιτόλη και
  • η ξυλιτόλη (υποκατάστατα ζάχαρης – απαντώνται π.χ. στις τσίχλες),

ενώ μεταξύ των τροφίμων που ακολουθούνται από έξαρση των συμπτωμάτων είναι τα εξής:

  • ξερά φασόλια,
  • ρεβίθια,
  • φακές,
  • λάχανο,
  • κουνουπίδι,
  • μπρόκολο,
  • κρεμμύδια,
  • σκόρδο,
  • γογγύλια,
  • λαχανάκια Βρυξελλών,
  • καλαμπόκι,
  • αρακάς,
  • σέλινο,
  • καρότα,
  • σταφίδες,
  • μπανάνες,
  • μήλα,
  • δαμάσκηνα,
  • βερίκοκα,
  • πατάτες,
  • προϊόντα σίτου και αρτοσκευάσματα,
  • όπως επίσης και οι υψηλές ποσότητες φρουκτόζης σε φρούτα όπως το αχλάδι και το καρπούζι.

Τέλος, τρόφιμα που μπορούν καταναλώνονται άφοβα είναι τα παρακάτω:

  • κρέας,
  • πουλερικά,
  • ψάρια,
  • υποκατάστατα ρυζιού και σόγιας,
  • φρούτα και λαχανικά που είναι καλά ανεκτά από τον οργανισμό.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κάθε οργανισμός είναι ξεχωριστός και πως η διάγνωση και η αντιμετώπιση του ΣΕΕ θα πρέπει να γίνεται σε συνεργασία με το γιατρό και το διαιτολόγο!

Συμβουλεύει η κα Τσίτσου Σοφία, Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, Απόφοιτος Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών, MSc Σακχαρώδης Διαβήτης και Παχυσαρκία, Ιατρική Σχολή Αθηνών

Μοιράσου τη γνώση. Κοινοποίησε το!