Τι είναι
Ο υπερθυρεοειδισμός αποτελεί κλινική κατάσταση κατά την οποία ο θυρεοειδής αδένας απελευθερώνει υπερβολική ποσότητα θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα με συνέπεια την σημαντική αύξηση του βασικού μεταβολισμού. Εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα στο γυναικείο φύλο ως προς το ανδρικό με αναλογία περίπου 10:1.
Συμπτώματα και σημεία υπερθυρεοειδισμού
- Ανησυχία
- Νευρικότητα
- Αϋπνία
- Τρόμος χεριών
- Απώλεια βάρους παρά την αυξημένη κατανάλωση φαγητού
- Αίσθημα παλμών
- Αυξημένη εφίδρωση
- Διάρροια
- Κνησμός
- Τριχόπτωση
- Δυσανεξία στη ζέστη
- Αραιομηνόρροια
- Εύκολη κόπωση
- Μυϊκή αδυναμία
- Διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα (βρογχοκήλη)
- Εξόφθαλμος
Οι περισσότεροι άνθρωποι με υπερθυρεοειδισμό δεν εμφανίζουν όλα τα συμπτώματα/σημεία του κλινικού νοσήματος, αλλά ο συνδυασμός δύο ή περισσοτέρων είναι συχνός. Τα προαναφερόμενα συμπτώματα συνήθως αναπτύσσονται αργά κατά τη διάρκεια αρκετών εβδομάδων.
Αίτια υπερθυρεοειδισμού
- Νόσος Graves
- Η υπερβολική δοσολογία θυροξίνης ή τριιωδοθυρονίνης
- Το τοξικό αδένωμα
- Η τοξική πολυοζώδης βρογχοκήλη
- Η υποξεία θυρεοειδίτιδα
- Η υπερθυρεοειδική φάση της θυρεοειδίτιδας Hashimoto
- Η λήψη φαρμακευτικών σκευασμάτων που περιέχουν μεγάλη ποσότητα ιωδίου όπως αμιοδαρόνη, σκιαγραφικών ουσιών, αντισηπτικών διαλυμάτων
Σπανιότατα ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να οφείλεται σε καρκίνο του θυρεοειδούς ή σε υποφυσιακό αδένωμα που υπερεκκρίνει θυρεοειδοτρόπο ορμόνη [TSH].
Διάγνωση υπερθυρεοειδισμού
Η διάγνωση του υπερθυρεοειδισμού βασίζεται στη λήψη λεπτομερούς ατομικού ιστορικού, στην κλινική εξέταση του ασθενούς και στη μέτρηση των επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών και ειδικών διεγερτικών αντισωμάτων στο αίμα.
Ο συνδυασμός χαμηλών επιπέδων TSH με υψηλά επίπεδα περιφερικών θυρεοειδικών ορμονών (Τ3 και Τ4) στο αίμα, θέτει τη διάγνωση του υπερθυρεοειδισμού.
Ο απεικονιστικός έλεγχος περιλαμβάνει τη διενέργεια υπερηχογραφήματος και σπανιότερα σπινθηρογραφήματος με ραδιενεργό ιώδιο ή τεχνήτιο. Επί συνυπάρξεως δυσθυρεοειδικής οφθαλμοπάθειας συνιστάται περαιτέρω έλεγχος με υπερηχογράφημα, αξονική ή μαγνητική τομογραφία των οφθαλμικών κόγχων.
Επιπλοκές υπερθυρεοειδισμού
Όταν ο υπερθυρεοειδισμός δεν αντιμετωπιστεί με την χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής υπάρχει αυξημένος κίνδυνος καρδιακών αρρυθμιών (κολπικής μαρμαρυγής), μυοκαρδιοπάθειας, στηθάγχης και καρδιακής ανεπάρκειας. Η εμφάνιση του υπερθυρεοειδισμού κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης επιπλοκών για το έμβρυο και τη μητέρα.
Σοβαρή επιπλοκή του υπερθυρεοειδισμού αλλά σπάνια αποτελεί η θυρεοτοξική κρίση, η οποία χαρακτηρίζεται από επιδείνωση της κλινικής εικόνας και των συμπτωμάτων με εμφάνιση πυρετού, ταχυκαρδίας ή αρρυθμίας, υπέρτασης, ναυτίας, διαρροιών, ίκτερου, σύγχυσης μέχρι και την εμφάνιση κώματος, για την οποία κρίνεται αναγκαία η νοσηλεία του ασθενούς.
Θεραπεία υπερθυρεοειδισμού
Η θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού εξατομικεύεται ανάλογα με την αιτιολογία του υπερθυρεοειδισμού, την ηλικία του ασθενούς, το βαθμό της διόγκωσης του θυρεοειδή αδένα και της γενικής κατάστασης της υγείας (συνυπάρχοντα νοσήματα) του ασθενή.
Η φαρμακευτική αγωγή περιλαμβάνει χορήγηση αντιθυρεοειδικών φαρμάκων που αναστέλλουν την παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών (μεθιμαζόλη, καρβιμαζόλη, προπυλθειουρακίλη) καθώς και τη χορήγηση αναστολέων των β-υποδοχέων (προπανολόλη κ.ά.) για τη μείωση των συμπτωμάτων από το καρδιαγγειακό (ταχυκαρδία). Η θεραπεία με αντιθυρεοειδικά διαρκεί περίπου 12-18 μήνες.
Είναι απαραίτητος ο τακτικός έλεγχος των θυρεοειδικών ορμονών για τον καθορισμό της σωστής δοσολογίας της φαρμακευτικής αγωγής, ο περιοδικός έλεγχος των ηπατικών ενζύμων και των λευκών αιμοσφαιρίων ιδιαίτερα όταν ο ασθενής εμφανίζει πυρετό ή πονόλαιμο. Ειδικά επί λευκοπενίας (πτώση λευκών αιμοσφαιρίων και κυρίως των ουδετερόφιλων) συνιστάται άμεση διακοπή των φαρμάκων και επικοινωνία με τον θεράποντα ενδοκρινολόγο.
Μετά την διακοπή, υπάρχει αυξημένη πιθανότητα υποτροπής και σε αυτή την περίπτωση μπορεί να εφαρμοστεί για την οριστική λύση του προβλήματος, η χορήγηση θεραπευτικού ιωδίου ή η ολική θυρεοειδεκτομή (χειρουργική αφαίρεση του αδένα).
Συμβουλεύει ο κος Θωμάς Γεωργούλας, MSc. MD, Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος Ενηλίκων – Παίδων, Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών