Το πένθος αποτελεί μέρος της καθημερινής μας ζωής, μία αναπόφευκτη πραγματικότητα που όλοι θα αντιμετωπίσουμε κάποια στιγμή. Στις αναπτυγμένες χώρες σήμερα η πλειοψηφία των θανάτων οφείλεται σε μία χρόνια και απειλητική για τη ζωή ασθένεια.
Χάρη στην πρόοδο της ιατρικής επιστήμης και τεχνολογίας, οι αιτίες που οδηγούν στο θάνατο και οι συνθήκες μέσα στις οποίες πεθαίνει το άτομο έχουν διαφοροποιηθεί πολύ από τις αρχές του αιώνα.
Σύμφωνα με την ελβετικής καταγωγής ψυχίατρο Elisabeth Κübler-Ross, η ψυχική διεργασία που βιώνει το άτομο, καθώς πορεύεται προς το θάνατο, χαρακτηρίζεται από πέντε στάδια:
- το στάδιο της άρνησης
- το στάδιο του θυμού
- το στάδιο της διαπραγμάτευσης ή του παζαρέματος
- το στάδιο της κατάθλιψης και
- το στάδιο της αποδοχής.
Η Κübler-Rοss ισχυρίζεται ότι στην πορεία αυτή ο άρρωστος διατηρεί κάποια ελπίδα, η φύση της οποίας μεταβάλλεται καθώς τροποποιούνται οι συνθήκες και εμπειρίες που βιώνει με την εξέλιξη της υγείας του.
Στάδιο της άρνησης: «’Όχι! Αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει σε μένα. Κάποιο λάθος θα έγινε στη διάγνωση…»
Στην αρχική αυτή φάση, η άρνηση αποτελεί ένα φυσιολογικό μηχανισμό άμυνας που λειτουργεί ως ασπίδα αυτοπροστασίας για το άτομο, το οποίο αντιλαμβάνεται την απροσδόκητη πραγματικότητα ως απειλητική ή οδυνηρή. Έτσι, λοιπόν, αρνείται το γεγονός της αρρώστιας ή/ και των επιπτώσεών της, διαστρεβλώνοντας την αντίληψη που έχει από την πραγματικότητα.
Στάδιο του θυμού: «Γιατί; Γιατί να τύχει σε μένα αυτό το κακό;»
Αυτή η έκφραση συνοδεύεται από θυμό και πικρία που πηγάζουν από μία βαθύτερη αίσθηση αδικίας, αδυναμίας και έλλειψης ελέγχου. Αποτελεί μία φυσιολογική αντίδραση ενός ατόμου, το οποίο είναι υποχρεωμένο να δεχθεί ότι ξαφνικά η ζωή του αλλάζει ριζικά και το μέλλον του χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα. Κάθε «γιατί» κρύβει πίκρα και θυμό.
Πολλοί άρρωστοι νιώθουν ότι «προδόθηκαν» από το ίδιο τους το σώμα και δυσκολεύονται να αποδεχθούν ότι ο οργανισμός τους είναι τρωτός, ευάλωτος και αδύναμος. Κι ενώ θυμώνουν με το γεγονός της αρρώστιας ή και των επιπτώσεών της, συχνά μεταθέτουν το θυμό τους προς άλλες κατευθύνσεις: προς τους οικείους, τους συγγενείς και φίλους (ιδιαίτερα προς εκείνους που δεν εκτιμούν ούτε προσέχουν την υγεία τους), ή και προς το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό.
Έτσι αποδίδουν σε μερικούς επαγγελματίες το ρόλο του «καλού» γιατρού, νοσηλευτή κλπ, ενώ σε άλλους το ρόλο του «κακού», προβάλλοντας με αυτό τον τρόπο τα συναισθήματά τους. Άλλες φορές πάλι στρέφουν το θυμό τους ενάντια στο Θεό αναθεωρώντας τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Στάδιο της διαπραγμάτευσης: «Ναι μεν … αλλά …»
Η διαπραγμάτευση ή το «παζάρεμα» παρέχει στο άτομο την ψευδαίσθηση ότι αποφεύγοντας ή επιδιώκοντας ορισμένες πράξεις, μπορεί να καθυστερήσει ή να αποτρέψει την αρνητική εξέλιξη της αρρώστιας ή και το θάνατο. Οι διαπραγματεύσεις συνήθως γίνονται με κάποιο άτομο κύρους ή με το Θεό. Για παράδειγμα, μπορεί ο άρρωστος να υπόσχεται στο γιατρό απόλυτη συμμόρφωση με τις οδηγίες ή και πλήρη αποχή από συνήθειες που συνέβαλαν στο πρόβλημα της υγείας του, για να εξασφαλίσει την πολυπόθητη ίαση ή την αποφυγή αναπηρίας.
Μπορεί επίσης να κάνει «τάματα», να ντύνεται στα μαύρα και να υπόσχεται στο Θεό πλήρη αφοσίωση, με την ελπίδα να εισακουστεί. Στα αρχικά στάδια της αρρώστιας, οι διαπραγματεύσεις αποβλέπουν στην αποθεραπεία του αρρώστου, ενώ όταν η υγεία του επιδεινώνεται, οι διαπραγματεύσεις αφορούν την παράταση της ζωής, την ποιότητά της ή/ και την εξασφάλιση ενός«καλού» θανάτου.
Στάδιο της κατάθλιψης: «Ναι.. η ζωή μου απειλείται, μπορεί να πεθάνω»
Ο άρρωστος αρχίζει πλέον να δέχεται ότι πρόκειται να πεθάνει και θρηνεί. Η κατάθλιψή του μπορεί να είναι «αντιδραστική», όταν οφείλεται σε απώλειες που βιώνει μέσα στο παρόν, καθώς συγκρίνει πώς ήταν στο παρελθόν και πώς έχει αλλάξει όσον αφορά την εμφάνισή του, την ενεργητικότητά του, ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του κλπ.
Μπορεί όμως η κατάθλιψή του να είναι και «προπαρασκευαστική», όταν αναλογίζεται τις επικείμενες απώλειες εν όψει της πιθανότητας του θανάτου. Η κατάθλιψη του αρρώστου εκδηλώνεται με ποικίλα συμπτώματα, όπως θλίψη, απώλεια ενέργειας, αισθήματα αναξιότητας, απαισιοδοξίας, απόγνωσης, απόσυρση από κοινωνικές σχέσεις, μείωση ενδιαφερόντων και συμμετοχής στις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής κ.λ.π.
Στάδιο της αποδοχής
Στο στάδιο αυτό ο άρρωστος διακρίνεται από μία εσωτερική ηρεμία. Παύει να αγωνίζεται για να σωθεί και προοδευτικά συμφιλιώνεται με την ιδέα του θανάτου, χωρίς να παραιτείται από την επιδίωξη συνθηκών που του εξασφαλίζουν αξιοπρέπεια και ποιότητα στις τελευταίες μέρες της ζωής του. Έχοντας τακτοποιήσει εκκρεμείς υποθέσεις, νιώθει ψυχολογικά ήρεμος .Η λεκτική επικοινωνία με το περιβάλλον είναι συνήθως περιορισμένη, ενώ το βλέμμα και η συμπεριφορά του εκφράζουν την αποδοχή της κατάστασής του.
Τα προαναφερθέντα στάδια δε διαδέχονται αυστηρά το ένα το άλλο, αλλά συχνά συνυπάρχουν ή επανεμφανίζονται σε διάφορες φάσεις. Επίσης, τα μέλη της οικογένειας βιώνουν μία διεργασία θρήνου παρόμοια με εκείνη που βιώνει ο ασθενής.
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτής της διεργασίας περιλαμβάνουν:
- Αυξημένο άγχος που οφείλεται στην αίσθηση αδυναμίας και ανημποριάς των ανθρώπων να ανατρέψουν τις συνθήκες που οδηγούν στο θάνατο. Το άγχος αυτό συχνά συνοδεύεται από οργή, ενοχές και κατάθλιψη.
- Διαρκή ενασχόληση με σκέψεις που αφορούν το θάνατο του αρρώστου, αλλά και προβληματισμούς σχετικά με το δικό τους θάνατο.
- Έντονα αμφιθυμικά συναισθήματα που εκδηλώνονται, για παράδειγμα, με την επιθυμία να επιβιώσει ο άρρωστος αλλά και την ευχή να πεθάνει για να μην υποφέρει. Άλλοτε πάλι οι συγγενείς έχουν την τάση να προσεγγίζουν και να εμπλέκονται στη φροντίδα του ασθενή, ενώ παράλληλα επιθυμούν να απομακρυνθούν εξαιτίας του πόνου που τους προκαλεί η κατάσταση της υγείας του και ο επικείμενος θάνατός του.
- Προοδευτική συναισθηματική απο-επένδυση (de-cathexis) από τα όνειρα, τις ελπίδες και τις προσδοκίες που είχαν για το άτομο και τη σχέση τους μαζί του. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι αυτή η φυσιολογική απο-επένδυση δεν οδηγεί απαραίτητα στην εγκατάλειψη του αρρώστου που πεθαίνει. Δεν απο-επενδύεται ο ίδιος ο άρρωστος, αλλά η εικόνα ενός ατόμου που δε θα γιατρευτεί ποτέ, ενός ατόμου που μελλοντικά δεν θα αποτελεί πλέον μέλος της οικογένειας και δε θα συμπεριλαμβάνεται στα σχέδια και τα όνειρά της.
- Έντονο προβληματισμό και προγραμματισμό σχετικά με τις άμεσες ή απώτερες συνθήκες ζωής που θα προκύψουν μετά το θάνατο του αρρώστου (π.χ. «πώς θα αντιδράσω στην κηδεία;», «πώς θα είναι η ζωή μας από εδώ και εμπρός;», «πώς θα ξεπεράσω τον πόνο μου;», «άραγε θα αρχίσω πάλι να δουλεύω;» κλπ.). Αυτές οι σκέψεις, ενώ προκαλούν ενοχές αυξάνοντας το ψυχικό πόνο των συγγενών, στην ουσία αποτελούν φυσιολογικές αντιδράσεις της διεργασίας του θρήνου εν όψει του επικείμενου θανάτου.
Άλλες εκδηλώσεις θρήνου περιλαμβάνουν συζητήσεις μεταξύ συγγενών και φίλων όσον αφορά το θάνατο του αρρώστου, αναμνήσεις από τη σχέση τους μαζί του, ανταπόκριση στις ανάγκες και τελευταίες επιθυμίες του, λήψη αποφάσεων και προετοιμασίες σχετικά με την κηδεία ή άλλες τελετουργίες που συνδέονται με το θάνατο κ.λπ.
Βάσει όλων των παραπάνω, μπορούμε να συνάγουμε ότι το στάδιο που απαιτεί την πιο δύσκολη προσαρμογή είναι το τελικό στάδιο, γιατί σ’ αυτό ο φόβος του θανάτου πια είναι άμεσος. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο φόβος του θανάτου περιλαμβάνει τρεις βασικούς φόβους: την εγκατάλειψη από τους άλλους, τον πόνο και τη δύσπνοια.
Γι’ αυτό και οι επαγγελματίες υγείας πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι: στον πλήρη έλεγχο του πόνου και της δύσπνοιας.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο άρρωστός μας είναι άνθρωπος μέχρι την τελευταία του πνοή. Τον διατηρούμε καθαρό, ανακουφισμένο από πόνο και δύσπνοια, σεβόμαστε τις ιδιαιτερότητές του, είμαστε κοντά του μέχρι την τελευταία στιγμή.
Φροντίζουμε, όμως, και την οικογένειά του. Σ’ όλη τη διάρκεια της αρρώστιας, είμαστε ειλικρινείς μαζί τους, τους συμπαραστεκόμαστε, ανακουφίζουμε τις ενοχές τους αν υπάρχουν, είμαστε ανεκτικοί στον εκνευρισμό ή την κριτική τους, τους φροντίζουμε ακόμα και μετά τον θάνατο του αρρώστου, καθώς γνωρίζουμε ότι είναι ιδιαίτερα υψηλή η θνησιμότητα σε χήρους ή χήρες ασθενών.
Καθώς, όμως, δεν πεθαίνουν όλοι οι ασθενείς με χρόνιες παθήσεις – ορισμένοι θεραπεύονται, υπάρχουν μακρές περίοδοι ύφεσης σε πολλούς ασθενείς, νέες θεραπείες εμφανίζονται κτλ.
Αυτό που χαρακτηρίζει την ψυχοκοινωνική προσέγγισή μας είναι η επικοινωνία προς τον άρρωστο με βάση τη ελπίδα.
Συμβουλεύει η κα Βούλα Θεοφίλου, Ψυχολόγος