[fusion_builder_container hundred_percent=”yes” overflow=”visible”][fusion_builder_row][fusion_builder_column type=”1_1″ layout=”1_1″ background_position=”left top” background_color=”” border_size=”” border_color=”” border_style=”solid” spacing=”yes” background_image=”” background_repeat=”no-repeat” padding_top=”” padding_right=”” padding_bottom=”” padding_left=”” margin_top=”0px” margin_bottom=”0px” class=”” id=”” animation_type=”” animation_speed=”0.3″ animation_direction=”left” hide_on_mobile=”no” center_content=”no” min_height=”none” last=”no” hover_type=”none” link=”” border_position=”all”][fusion_title hide_on_mobile=”small-visibility,medium-visibility,large-visibility” class=”” id=”” content_align=”left” size=”1″ font_size=”” line_height=”” letter_spacing=”” margin_top=”” margin_bottom=”” text_color=”” style_type=”default” sep_color=”#dd9933″]
Υγεία και Εμμηνόπαυση
[/fusion_title][fusion_text columns=”” column_min_width=”” column_spacing=”” rule_style=”default” rule_size=”” rule_color=”” hide_on_mobile=”small-visibility,medium-visibility,large-visibility” class=”” id=””]
Η εμμηνόπαυση είναι ένα φυσιολογικό γεγονός οριζόμενο ως η τελευταία έμμηνος ρύση και συνήθως επιβεβαιώνεται όταν η γυναίκα παρουσιάζει αμηνόρροια για 12 συνεχομένους μήνες, σε απουσία άλλης παθολογικής κατάστασης. Οφείλεται στη μείωση της λειτουργικότητας των ωοθηκών, με συνέπεια τη μείωση των επιπέδων των οιστρογόνων, ενώ παράλληλα σηματοδοτεί και την παύση της γονιμότητας.
Κατά τη μετάβαση από την αναπαραγωγική ηλικία στην εμμηνόπαυση η γυναίκα βιώνει σειρά φυσικών μεταβολών συνέπεια τόσο της εμμηνόπαυσης όσο και της αύξησης της ηλικίας. Διαταραχές όπως οι εξάψεις, αϋπνία κατά κανόνα περνούν, ενώ δεν θα πρέπει να διαφύγουν της προσοχής συμπτώματα τα οποία μπορούν να αποτελούν σημεία παθήσεων, η επίπτωση των οποίων αυξάνει στην περίοδο αυτή, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η οστεοπόρωση ή παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα.
Η εμμηνόπαυση διακρίνεται στη φυσική εμμηνόπαυση, η οποία ορίζεται ως η μόνιμη διακοπή της εμμήνου ρύσεως, που δεν προκαλείται από ιατρική παρέμβαση και προκλητή εμμηνόπαυση συνεπεία ιατρικών παρεμβάσεων (κατά κανόνα χειρουργείο-αντικαρκινική θεραπεία). Η φυσική εμμηνόπαυση εμφανίζεται κατά κανόνα περί την ηλικία των 50 ετών. Παράγοντες που σχετίζονται με πρωιμότερη εμφάνιση της εμμηνόπαυσης είναι το κάπνισμα και το οικογενειακό αναμνηστικό, όπως επίσης και γυναίκες οι οποίες υποβλήθηκαν κατά το παρελθόν σε σοβαρές ιατρικές παρεμβάσεις. Τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης εμφανίζονται κατά κανόνα αρκετά χρόνια πριν την οριστική διακοπή της εμμήνου ρύσεως, περίοδος που χαρακτηρίζεται ως περιεμμηνοπαυσιακή. Τα συμπτώματα αυτά όπως διαταραχές της εμμήνου ρύσεως (αρχικά συχνομηνόρροια και όψιμα αραιομηνόρροια, εξάψεις, ξηρότητα του κόλπου, διαταραχές του ύπνου, συναισθηματική αστάθεια) οφείλονται στην ακανόνιστη παραγωγή οιστρογόνων από την ωοθήκη και είναι φυσιολογικά συμπτώματα της περιεμμηνοπαυσιακής περιόδου. Παρότι η γονιμότητα είναι σημαντικά περιορισμένη, η δυνατότητα τεκνοποίησης δεν αποκλείεται.
Σπανιότερα, η εμμηνόπαυση μπορεί να εμφανισθεί σε μικρότερη ηλικία, οπότε χαρακτηρίζεται ως πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια-πρώιμη εμμηνόπαυση οφειλόμενη κατά κανόνα σε γενετικές και αυτοάνοσες διαταραχές. Παρότι τα συμπτώματα είναι αντίστοιχα με αυτά της φυσικής εμμηνόπαυσης, η πρώιμη απώλεια της ευνοικής επίδρασης των οιστρογόνων θέτει τη γυναίκα σε μεγαλύτερο κινδυνο ορισμένων νοσημάτων όπως η οστεοπόρωση και η καρδιαγγειακή νόσος.
Μεταβολές κατά την περικλημακτηριακή περίοδο
Έμμηνος Ρύση
Το 90% των γυναικών παρουσιάζει διαταραχές της εμμήνου ρύσεως περίπου 4-8 έτη πριν από την εμμηνόπαυση. Κατά κανόνα εμφανίζεται βράχυνση του κύκλου (λιγότερο από 28 ημέρες), ενώ η ποσότητα του αίματος ποικίλει. Όψιμα παρατηρείται καθυστέρηση της εμμήνου ρύσεως, απώλεια κύκλων και τελικά οριστική διακοπή. Παρόλα αυτά διαταραχές της εμμήνου ρύσεως που χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποσότητα αίματος, μεγάλη διάρκεια (πάνω από 7 ημέρες ή 2 περισσότερες από ότι συνήθως), ΕΡ σε διάστημα μικρότερο των 21 ημερών, αιμορραγία κατά τη σεξουαλική επαφή ή αιμορραγία μετά την οριστική διακοπή της ΕΡ, επιβάλλουν εκτίμηση από τον θεράποντα ιατρό καθώς μπορεί να υποκρύπτουν άλλη παθολογία.
Εξάψεις
Αποτελούν την ποιο συχνή μεταβολή κατά την εμμηνόπαυση. Αποδίδονται σε διαταραχή της λειτουργίας του θερμορυθμιστικού κέντρου στον υποθάλαμο συνεπεία της προοδευτικής έκπτωσης της ωοθηκικής λειτουργίας. Εμφανίζονται σε περισσότερο από τα 2/3 των γυναικών και συνήθως διαρκούν 3-5 χρόνια. Λιγότερο συχνά οι εξάψεις μπορεί να οφείλονται σε φάρμακα (ταμοξιφαίνη, ραλοξιφαίνη), παθήσεις του θυρεοειδούς, λοιμώξεις, κλπ. ιδιαίτερα αν συνδυάζονται και με άλλα συμπτώματα. Η ένταση των εξάψεων ποικίλη από άτομο σε άτομο, κατά κανόνα αυξάνεται σε συνθήκες stress, και μπορεί να συνοδεύεται από αίσθημα παλμών και άγχος. Υγειινοδιαιτητικές παρεμβάσεις όπως η παραμονή σε δροσερό περιβάλλον, η αποφυγή καπνίσματος, αλκοόλ, η άσκηση, η ελαφρά ένδυση μπορούν να βοηθήσουν. Φαρμακευτικά εξαιρετικά αποτελεσματική είναι η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης και η τιμπολόνη, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν μη ορμονικά σκευάσματα (φάρμακα έναντι ημικρανίας, αντικαταθλιπτικά, αντιυπερτασικά- μη εγκεκριμένη ένδειξη) όπως και τα φυτοοιστρογόνα. Σε κάθε περίπτωση η έναρξη και η επιλογή της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής θα πρέπει να εκτιμηθεί από τον θεράποντα ιατρό.
Άλλα συμπτώματα
Κατά την περιεμμηνοπαυσιακή περίοδο ορισμένες γυναίκες παραπονούνται για αυπνία, κεφαλαλγία, διαταραχές της μνήμης και της συγκέντρωσης, αλλαγές στη διάθεση και άγχος. Επίσης συνεπεία της μείωσης των επιπέδων των οιστρογόνων μπορεί να παρατηρηθεί ξηρότητα του κόλπου, διαταραχές της ούρησης ή και μεταβολές στη libido. Άλλες μεταβολές περιλαμβάνουν την αύξηση του σωματικού βάρους, αρθραλγίες, αλλαγές του δέρματος. Σε κάθε περίπτωση η γυναίκα θα πρέπει να συμβουλεύεται τον θεράποντα ιατρό της.
Μετεμμηνοπαυσιακή Υγεία
Καρδιαγγειακή Νόσος
Ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου αυξάνει σημαντικά (περίπου 2-3 φορές) μετά την εμμηνόπαυση. Επιπρόσθετα η νοσηρότητα από καρδιαγγειακή νόσο είναι σημαντικά μεγαλύτερη στις γυναίκες εν μέρει λόγω διάγνωσης σε οψιμότερα στάδια. Η πιο συχνή μορφή καρδιαγγειακής νόσου είναι η στεφανιαία νόσος, ενώ σε μικρότερη συχνότητα (και σε μεγαλύτερη ηλικία) η νόσος εκδηλώνεται από τα αγγεία του κεντρικού νευρικού συστήματος ή τα αγγεία των κάτω άκρων. Ο βαθμός της παρέμβασης εξατομικεύεται καθώς εξαρτάται από το συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο. Ακρογωνιαίο λίθο αποτελεί η διακοπή του καπνίσματος, η άσκηση και η υγειινή διατροφή, ο έλεγχος και η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης (στόχος <140/<90 mmHg), ο έλεγχος και η αντιμετώπιση των λιπιδαιμικών διαταραχών (υψηλή LDL-χοληστερόλη, χαμηλή HDL-χοληστερόλη, υψηλά τριγλυκερίδια- με τους θεραπευτικούς στόχους να τροποποιούνται ανάλογα με το συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο) καθώς και η ρύθμιση του σακχάρου επί παρουσίας σακχαρώδη διαβήτη. Σημειώνεται οτι τιμές σακχάρου νηστείας άνω του 126 mg/dl θέτουν τη διάγνωση. Παρότι όλα τα άτομα πρέπει να ελέγχονται ανά τακτά διαστήματα για την παρουσία σακχαρώδη διαβήτη, οι γυναίκες με θετικό οικογενειακό αναμνηστικό, προηγούμενο σακχαρώδη διαβήτη κύησης, αυξημένο σωματικό βάρος ανήκουν σε ομάδα υψηλότερου κινδύνου. Σε κάθε περίπτωση η εμμηνόπαυση αποτελεί μια «ευκαιρία» για την εκτίμηση και αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου.
Οστεοπόρωση
Η οστεοπόρωση είναι μια σκελετική νόσος η οποία χαρακτηρίζεται από μείωση της οστικής μάζας και της οστικής αντοχής με συνέπεια την αύξηση του κινδύνου καταγμάτων. Τα συχνότερα κατάγματα αφορούν στην σπονδυλική στήλη, συχνά παραμένουν αδιάγνωστα καθώς δεν συνοδεύονται πάντα από θορυβώδη συμπτωματολογία. Λιγότερο συχνά είναι τα κατάγματα περιφερικού σκελετού (αντιβραχίου, βραχιονίου και ισχίου) με τα τελευταία να συνοδεύονται από σημαντική νοσηρότητα και θνητότητα. Όλες οι γυναίκες με την εμμηνόπαυση θα πρέπει να ελέγχονται από τον θεράποντα ιατρό για παρουσία παραγόντων κινδύνου για οστεοπόρωση. Παράγοντες όπως ηλικία άνω των 65, οικογενειακό αναμνηστικό κατάγματος, ιστορικό κατάγματος χαμηλής βίας, κάπνισμα, πρώιμη εμμηνόπαυση, ρευματοειδής αρθρίτις, λήψη στεροειδών, απώλεια ύψους, επιβάλλουν τον έλεγχο παρουσίας οστεοπόρωσης με τη μέτρηση της οστικής πυκνότητας ιδανικά σε δυο θέσεις (οσφυική μοίρα σπονδυλικής στήλης και μη επικρατούν ισχίο). Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα επιβάλλεται η εφαρμογή υγειινοδιαιτητικών παρεμβάσεων, όπως επαρκής πρόσληψη ασβεστίου (εως 1200 mg/ημερησίως), βιταμίνης D και η πρόληψη των πτώσεων. Θεραπευτικά σειρά φαρμακευτικών παρεμβάσεων έχουν τεκμηριωμένη αντικαταγματική δράση, όπως τα διφωσφονικά (από του στόματος και ενδοφλέβια), η ραλοξιφαίνη και η τεριπαρατίδη. Αναφορικά με τη θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης παρότι είναι εξαιρετικά αποτελεσματική για την αντιμετώπιση της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης, η χρήσης ενδείκνυται, εφόσον δεν υπάρχει αντένδειξη, μόνο στην άμεση μετεμμηνοπαυσική περίοδο για μικρό χρονικό διάστημα και επί παρουσίας έντονων κλημακτηριακών συμπτωμάτων. Σε κάθε περίπτωση η γυναίκα θα πρέπει να συμβουλεύεται τον θεράποντα ιατρό της.
Κακοήθεια
Η εμμηνόπαυση per se δεν σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο κακοήθειας. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος πηγάζει από την αύξηση της ηλικίας. Κατά συνέπεια όλες οι γυναίκες θα πρέπει να υποβάλλονται σε προληπτικό έλεγχο για την ύπαρξη κακοήθους νόσου. Ειδικότερα:
Καρκίνος μαστού
Αποτελεί τη συχνότερη μορφή κακοήθειας στις γυναίκες. Συνεπεία της πρωιμότερης διάγνωσης η θνητότητα από καρκίνο του μαστού έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Παρότι οι οδηγίες προληπτικού ελέγχου ποικίλουν, οι περισσότεροι συμφωνούν στην πραγματοποίηση μαστογραφίας κατά την ηλικία των 40 ετών, ενώ υπάρχει ομοφωνία αναφορικά με την πραγματοποίηση μαστογραφίας μετά την ηλικία των 50 ετών κάθε 1 εως 2 έτη.
Καρκίνος ενδομητρίου- καρκίνος τραχήλου μήτρας-καρκίνος ωοθηκών
Η συχνότητα καρκίνου του ενδομητρίου κυμαίνεται σε λιγότερο από 3 στις 100 γυναίκες μετά την ηλικία των 50 ετών. Η εμφάνιση αιμορραγίας μετά την εμμηνόπαυση ή ακόμη και κατά την περικλημακτηριακή περίοδο επιβάλλει τον έλεγχο από των θεράποντα ιατρό. Αναφορικά με τον καρκίνο του τραχήλου μήτρας, η πρώιμη διάγνωση μπορεί να γίνει με την πραγματοποίηση ετήσια κλινικής εξέτασης και τεστ Παπανικολάου. Τέλος ο καρκίνος των ωοθηκών αποτελεί το 3% του συνόλου των κακοηθειών στις ΗΠΑ. Δυστυχώς δεν υπάρχει ικανοποιητική μέθοδος προληπτικού ελέγχου. Επιβάλλεται ο ετήσιος κλινικός έλεγχος, ενώ προτείνετε η πραγματοποίηση υπερηχογραφικού ελέγχου σε συνδυασμό με προσδιορισμό στο ορό του δείκτη CA-125.
Καρκίνος Πνεύμονα
Ο καρκίνος του πνεύμονα έχει ξεπεράσει τον καρκίνο μαστού ως αιτία θανάτου, συνεπεία της αύξησης του καπνίσματος. Δυστυχώς δεν υπάρχει ικανοποιητική μέθοδος προληπτικού ελέγχου.
Καρκίνος του παχέος εντέρου
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου εμαφνίζεται κατά κανόνα μετά την ηλικία των 50 ετών, με εξαίρεση άτομα με παράγοντες κινδύνου. Συστείνεται ο ετήσιος έλεγχος με κλινική εξέταση και Mayer κοπράνων, καθώς και ορθοσιγμοειδοσκόπηση ανά 5ετία. Γενικά η συχνότητα και η έκταση του ελέγχου (ολική κολονοσκόπηση) εξατομεικεύεται.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΟΡΜΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Τα τελευταία χρόνια η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες εφαρμόζεται λιγότερο. Αιτία αποτελούν δεδομένα από μεγάλες μελέτες που υποδηλώνουν οτι η χρήση των οιστρογόνων σε συνδυασμό με προγεστερόνη σε γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε υστερεκτομή εμπεριέχει περισσότερους κινδύνους από ωφέλη, ιδιαίτερα αναφορικά με τον κίνδυνο καρκίνου μαστού και καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Ειδικότερα διαπιστώθηκε μικρή αύξηση του κινδύνου καρκίνου μαστού και καρδιαγγειακών συμβαμάτων, κατά κανόνα σε μακροχρόνια χορήγηση και στις μεγαλύτερες ηλικίες. Παράλληλα ο κίνδυνος άνοιας φάνηκε να αυξάνει στις γυναίκες μετά την ηλικία των 65 ετών. Αντίστροφα παρατηρήθηκε σημαντική βελτίωση των κλημακτηριακών συμπτωμάτων (εξάψεις, ξηρότητα κόλπου, ποιότητα ζωής) καθώς και μείωση των οστεοπορωτικών καταγμάτων. Παρότι παραμένουν πολλά σημεία αδιευκρίνιστα (οδός χορήγησης, τύπος και δόση οιστρογόνου-προγεσταγόνου) επί του παρόντος η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης ενδείκνυται σε εμμηνοπαυσιακές γυναίκες κατά την άμεση μετεμμηνοπαυσιακή περίοδο με έντονα κλημακτηριακά συμπτώματα για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση έναρξης αγωγής θα πρέπει να εξατομικεύεται. Τέλος οι γυναίκες με πρώιμη εμμηνόπαυση, εφόσον δεν υπάρχει αντένδειξη, έχουν σαφή ένδειξη θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης.
Οι εξετάσεις που πρέπει να κάνετε:
Στην αρχή της εμμηνόπαυσης, συστήνεται ένας κύκλος εξετάσεων (έλεγχος βάσης). Αυτές είναι:
- Μαστογραφία, που πρέπει να γίνεται μία φορά το χρόνο. Το σωστό είναι βέβαια να ξεκινήσετε από νωρίτερα τις μαστογραφίες, από την ηλικία των 40 ετών.
- Τεστ Παπανικολάου μία φορά το χρόνο. Εξέταση που η γυναίκα πρέπει να κάνει ούτως ή άλλως από την έναρξη της σεξουαλικής της ζωής.
- Μέτρηση οστικής πυκνότητας,που ιδανικά πρέπει να γίνεται σε δύο σημεία (στο ισχίο και στη σπονδυλική στήλη). Επειδή όμως τα ασφαλιστικά ταμεία δικαιολογούν μόνο τη μία μέτρηση, οι ειδικοί συστήνουν μέχρι τα 60-65 η μέτρηση να γίνεται στη σπονδυλική στήλη, που είναι και η πιο ευαίσθητη στην έλλειψη των οιστρογόνων, και από τα 65 και πάνω να γίνεται στο ισχίο. Η εξέταση της οστικής πυκνότητας πρέπει να γίνει πρώτη φορά στα 50 χρόνια. Αν είναι απόλυτα φυσιολογική, μπορεί να επαναληφθεί μετά από 2-3 χρόνια, αν όμως υπάρχουν ευρήματα, θα πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο. Αν υπάρχει πρόβλημα στην οστική πυκνότητα, συστήνονται και συμπληρωματικές αιματολογικές εξετάσεις (δείκτες οστικού μεταβολισμού για να διερευνηθεί η φάση της απώλειας της οστικής μάζας, ακτινογραφία στη σπονδυλική στήλη για τη διερεύνηση τυχόν ύπαρξης κατάγματος και άλλες εξετάσεις για προβλήματα που συνδυάζονται με την οστεοπόρωση, όπως νοσήματα θυρεοειδούς, νοσήματα μεταβολισμού του ασβεστίου, ηπατικά ή νεφρολογικά προβλήματα κ.ά.).
- Διακολπικό υπερηχογράφημα μήτρας ωοθηκών μία φορά το χρόνο (κυρίως για να ελέγχεται η κατάσταση των ωοθηκών).
Τι συμβαίνει με την περίπτωση της χαμηλής οστικής μάζας;
Οστεοπενία
Η οστική πυκνότητα όπως προσδιορίζεται από την οστική πυκνομετρία αποτελεί ένα εξαιρετικό δείκτη μελλοντικού κινδύνου κατάγματος, χωρίς όμως να αποτελεί τον μοναδικό. Εκτός από τις περιπτώσεις σημαντικής μείωσης (Τ-score <-2.5), υπάρχει μεγάλος αριθμός γυναικών που εμφανίζουν «οστεοπενία». Ο όρος οστεοπενία δεν αποτελεί νόσο, αλλά ένα δείκτη μεγαλύτερου κινδύνου κατάγματος εφόσον συντρέχουν και άλλοι παράγοντες, όπως μεγαλύτερη ηλικία, κάπνισμα, λήψη στεροειδών, κλπ. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται εκτίμηση από τον θεράποντα ιατρό για την ορθή αξιολόγηση του κινδύνου κατάγματος και την κατά περίπτωση έναρξη αγωγής.
Παράγοντες κινδύνου:
Κάποιοι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν οστεοπόρωση από άλλους. Ορισμένοι παράγοντες αυξάνουν αυτή την πιθανότητα και ονομάζονται «παράγοντες κινδύνου». Αυτοί περιλαμβάνουν :
- Θήλυ φύλο
- Μεγαλύτερη ηλικία
- Οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης ή κατάγματος
- Λεπτός και χαμηλού αναστήματος σωματότυπος
- Ιστορικό κατάγματος
- Χαμηλά επίπεδα ορμονών του φύλου
- Χαμηλά επίπεδα οιστρογόνων στις γυναίκες (συμπεριλαμβανόμενης της εμμηνόπαυσης)
- Αμηνόρροια (απουσία εμμήνου ρύσεως)
- Χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης και οιστρογόνων στους άνδρες
- Διατροφικές συνήθειες
- Χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου
- Χαμηλή πρόσληψη βιταμίνης D
- Υπερβολική κατανάλωση πρωτεϊνών, νατρίου και καφεΐνης
- Καθιστικός τρόπος ζωής (απουσία αθλητικής δραστηριότητας)
- Κάπνισμα
- Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ
- Μερικά φαρμακευτικά σκευάσματα (πχ κορτικοστεροειδή, αντισυλληπτικά)
- Μερικά νοσήματα όπως ρευματοειδής αρθρίτιδα, νευρογενής ανορεξία, γαστρεντερικές διαταραχές και άλλα
Προστατέψτε τα οστά σας
Να λαμβάνετε ικανές ποσότητες ασβεστίου σε καθημερινή βάση!
Η επαρκής ποσότητα ασβεστίου σε όλη τη διάρκεια της ανάπτυξης του οργανισμού, αλλά και σε όλη τη σας είναι απαραίτητη για δυνατά οστά. Ενήλικες κάτω των 50 ετών χρειάζονται στη διατροφή τους 1000mg (δηλαδή 1 γραμμάριο), ενώ ενήλικες άνω των 50 ετών χρειάζονται, αντιστοίχως, 1200 mg ασβεστίου. Αν προσλαμβάνετε αρκετή ποσότητα ασβεστίου από τις τροφές δεν χρειάζεται να παίρνετε συμπληρώματα διατροφής. Η ολική ποσότητα του ασβεστίου που λαμβάνετε καθημερινά περιλαμβάνει το ασβέστιο που παίρνετε με τις τροφές και αυτό που παίρνετε με πολυβιταμινούχα σκευάσματα ή συμπληρώματα διατροφής.
Μην ξεχνάτε να λαμβάνετε και βιταμίνη D καθημερινά!
Ενήλικες κάτω των 50 ετών χρειάζονται 400-800 IU (διεθνείς μονάδες) βιταμίνης D, καθημερινά, ενώ ενήλικες άνω των 50 ετών χρειάζονται, αντιστοίχως, 800 -1000 IU βιταμίνης D. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να πάρετε βιταμίνη D: με την έκθεση του δέρματος στην ηλιακή ακτινοβολία, μερικές τροφές, πολυβιταμινούχα σκευάσματα, συμπληρώματα διατροφής και φαρμακευτικά σκευάσματα.
Βάλτε την άσκηση και τον αθλητισμό στη ζωή σας!
Πρέπει να ασκήστε σε καθημερινή βάση για να διατηρείτε τον σκελετό σας υγιή. Δύο τύποι άσκησης είναι σημαντικοί για την υγεία των οστών σας:
Ασκήσεις χωρίς βάρη, όπως περπάτημα, ελαφρύ τρέξιμο και το «σχοινάκι»
Ασκήσεις ενδυνάμωσης, όπως με βάρη (αλτήρες), σχοινιά αντίστασης ή μηχανήματα «αντίστασης».
Προσοχή στην καφεΐνη, το αλάτι και τα αναψυκτικά τύπου cola
Υπερβολικές ποσότητες μπορεί να βλάψουν τα οστά σας.
Συμβουλεύει ο κύριος Συμεών Τουρνής, Ενδοκρινολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης ΕΕΜΜΣ & Συλλόγου Σκελετικής Υγείας Πεταλούδα
[/fusion_text][fusion_separator style_type=”none” top_margin=”” bottom_margin=”” sep_color=”” border_size=”” icon=”” icon_circle=”” icon_circle_color=”” width=”” alignment=”” class=”” id=”” /][/fusion_builder_column][fusion_builder_column type=”1_1″ layout=”1_1″ background_position=”left top” background_color=”” border_size=”” border_color=”” border_style=”solid” spacing=”yes” background_image=”” background_repeat=”no-repeat” padding_top=”” padding_right=”” padding_bottom=”” padding_left=”” margin_top=”0px” margin_bottom=”0px” class=”” id=”” animation_type=”” animation_speed=”0.3″ animation_direction=”left” hide_on_mobile=”no” center_content=”no” min_height=”none” last=”no” hover_type=”none” link=”” border_position=”all”][fusion_sharing tagline=”Share This Story, Choose Your Platform!” tagline_color=”” title=”” link=”” description=”” pinterest_image=”” icons_boxed=”” icons_boxed_radius=”4px” box_colors=”” icon_colors=”” tooltip_placement=”” backgroundcolor=”” class=”” id=”” /][/fusion_builder_column][/fusion_builder_row][/fusion_builder_container]