Οστεοπόρωση και διαβήτης

Οστεοπόρωση

Η οστεοπόρωση, όπως άλλωστε και ο διαβήτης, σχετίζονται άμεσα με τη γήρανση του πληθυσμού, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν διαστάσεις επιδημίας.

Τι είναι οστεοπόρωση;

Η οστεοπόρωση είναι μια συστηματική σκελετική νόσος, που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική μάζα και διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής του οστίτη ιστού, με αποτέλεσμα μειωμένη μηχανική αντοχή των οστών και αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων. Το κάταγμα είναι η τελική έκβαση και προκύπτει από φορτίσεις χαμηλής ενέργειας σε οστά μειωμένης αντοχής.

Πόσο συχνή είναι η οστεοπόρωση;

Η οστεοπόρωση και κατ’ επέκταση τα οστεοπορωτικά κατάγματα αποτελούν μείζον επιδημιολογικό πρόβλημα και για τα δύο φύλα, καθώς σχετίζονται με την αύξηση του μέσου όρου ηλικίας του πληθυσμού.

Οι γυναίκες της λευκής φυλής διατρέχουν κίνδυνο δια βίου 16% να υποστούν ένα τουλάχιστον επώδυνο σπονδυλικό κάταγμα, 15% κάταγμα Colles’ (περιφερικό άκρο αντιβραχίου) και 16% ένα κάταγμα ισχίου (άνω άκρου μηριαίου οστού). Υπολογίζεται ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση δαπανώνται για τη νοσηλεία των ασθενών με οστεοπόρωση περίπου 4,8 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως και καταλαμβάνονται περίπου 500.000 νοσοκομειακές κλίνες / διανυκτέρευση ετησίως.

Ποιες είναι οι αιτίες της οστεοπόρωσης;

Η οστεοπόρωση είναι πολυπαραγοντική νόσος, με την κλινική εμφάνισή της να εξαρτάται από ποικίλους γενετικούς, διατροφικούς, και περιβαλλοντικούς παράγοντες.

Επιπρόσθετα πολλά νοσήματα, μεταξύ των οποίων και ο διαβήτης, επηρεάζουν το σκελετό, με αποτέλεσμα να σχετίζονται με μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης οστεοπορωτικών καταγμάτων. Αιτιολογικά η οστεοπόρωση διακρίνεται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή (φάρμακα, υπογοναδισμός, υπερπαραθυρεοειδισμός, ακινητοποίηση, νοσήματα πεπτικού συστήματος, αιματολογικά νοσήματα, κλπ).

Ποια άτομα θα πρέπει να ελεγχθούν για οστεοπόρωση ;

Κάθε άτομο μετά την ηλικία των 50 ετών θα πρέπει να ελέγχεται για την παρουσία παραγόντων κινδύνου οστεοπόρωσης.
Οι παράγοντες που θέτουν την ένδειξη ελέγχου για οστεοπόρωση διακρίνονται σε μείζονες και ελάσσονες (Πίνακας 1).

Η παρουσία ενός μείζονος (π.χ. ηλικία άνω των 65 ετών, λήψη κορτιζόνης, κλπ) ή δυο ελάσσονων παραγόντων κινδύνου επιβάλλει τον παρακλινικό έλεγχο, ο οποίος περιλαμβάνει τη μέτρηση οστικής πυκνότητας με τη μέθοδο DEXA (διπλή ενεργειακή απορροφησιομετρία με ακτίνες Χ), τον ακτινολογικό έλεγχο με απλή ακτινογραφία και βασικό αιματολογικό/βιοχημικό έλεγχο προς εκτίμηση του οστικού μεταβολισμού και τον αποκλεισμό δευτεροπαθών αιτιών οστεοπόρωσης.

Πώς τίθεται η διάγνωση της οστεοπόρωσης;

Επιδημιολογικά η διάγνωση της οστεοπόρωσης τίθεται με την ανεύρεση μειωμένης οστικής πυκνότητας (Bone Mineral Density-BMD) με τη μέθοδο DEXA, η οποία εκφράζεται ως σταθερή απόκλιση (SD/T-score) από τη μέση τιμή BMD υγιών νεαρών γυναικών.

Τιμές T-score < -2,5 SD θέτουν τη διάγνωση οστεοπόρωσης, ενώ η διαπίστωση επιπλέον και κατάγματος θέτουν τη διάγνωση της σοβαρής οστεοπόρωσης. Τιμές Τ-score μεταξύ –1 έως –2,5 χαρακτηρίζονται ως οστεοπενία. Αντίθετα η απόφαση θεραπευτικής παρέμβασης δεν εξαρτάται μόνο από τη BMD, αλλά και από την παρουσία και άλλων παραγόντων κινδύνου, οι οποίοι συμβάλλουν εξίσου σημαντικά στην αύξηση του κινδύνου καταγμάτων.

Τα άτομα με διαβήτη έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο οστεοπορωτικών καταγμάτων ;

Αναφορικά με το διαβήτη πρόσφατα επιδημιολογικά δεδομένα περιγράφουν αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων ισχίου σε γυναίκες με διαβήτη τύπου 1 (6,9-12 φορές), ενώ ο κίνδυνος στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 είναι περίπου διπλάσιος. Επιπρόσθετα σημαντικά αυξημένος είναι ο κίνδυνος καταγμάτων άκρου ποδός, ιδιαίτερα στα πλαίσια σοβαρής περιφερικής νευροπάθειας. Οι αιτίες της αυξημένης συχνότητας οστεοπόρωσης/ οστεοπορωτικών καταγμάτων στο σακχαρώδη διαβήτη είναι πολλαπλές.

Ο φτωχός γλυκαιμικός έλεγχος αποτελεί την κύρια αιτία καθώς σχετίζεται με διαταραχή της λειτουργίας των οστεοβλαστών, ασβεστιουρία και μείωση των επιπέδων του ινσουλινόμορφου αυξητικού παράγοντα 1 (IGF-1). Παράλληλα η διαβητική νευροπάθεια, οι διαταραχές της γοναδικής λειτουργίας (καθυστέρηση της ήβης, πρώιμη εμμηνόπαυση) καθώς και νοσήματα του πεπτικού συστήματος (σύνδρομο δυσαπορρόφησης) συμβάλλουν στη μη επίτευξη κορυφαίας οστικής μάζας (μέγιστη οστική μάζα κατά την ολοκλήρωση της σκελετικής ανάπτυξης) και στην ταχύτερη απώλεια αυτής.

Τέλος οι διαταραχές της όρασης, της ισορροπίας, τα υπογλυκαιμικά επεισόδια καθώς και τα επεισόδια ορθοστατικής υπότασης (είτε στα πλαίσια νευροπάθειας είτε ως ανεπιθύμητη ενέργεια αντιυπερτασικής αγωγής) αυξάνουν τον κίνδυνο πτώσεων και κατά συνέπεια των κίνδυνο καταγμάτων.

Ποιες είναι ενδείξεις θεραπείας ;

Σκοπός της θεραπείας είναι η μείωση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας της σχετιζόμενης με το κάταγμα. Οι πλέον σημαντικοί παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση ενός κατάγματος είναι όπως αναφέρθηκε η χαμηλή BMD, το ιστορικό προηγούμενων καταγμάτων, η ηλικία και ο κίνδυνος πτώσης (Πίνακας 2).

Από κοινού οι παράγοντες αυτοί καθορίζουν τον βασικό καταγματικό κίνδυνο και είναι χρήσιμοι στον προσδιορισμό των ασθενών που χρειάζονται θεραπεία. Άτομα με οστεοπόρωση ( Τ-score < -2,5), ιστορικό οστεοπορωτικού κατάγματος επιβεβαιωμένο ακτινολογικά, όπως επίσης και άτομα που λαμβάνουν στεροειδή (πρεδνιζόνη > 7,5 mg/ημέρα) αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης σπονδυλικού ή μη κατάγματος και θα πρέπει να θεραπεύονται.

Σημειώνεται οτι επί του παρόντος η παρουσία σακχαρώδη διαβήτη δεν συνιστά ένδειξη τροποποίησης της θεραπευτικής στρατηγικής.

Ποιες είναι οι θεραπευτικές παρεμβάσεις ;

Αναφορικά με τη θεραπεία ακρογωνιαίο λίθο αποτελεί η εξασφάλιση επαρκούς πρόσληψης ασβεστίου (1000-1500 mg/ημέρα) και βιταμίνης D (400-800 IU/ημέρα), όπως επίσης και η εφαρμογή παρεμβάσεων οι οποίες μειώνουν τον κίνδυνο πτώσεων.

Θεραπευτικά χρησιμοποιούνται τα διφωσφονικά, η ραλοξιφαίνη, η καλσιτονίνη και πρόσφατα και η παραθορμόνη (hrPTH 1-34). H επιλογή θεραπευτικού σχήματος εξατομικεύεται (καταγματικός κίνδυνος, σχετικές/απόλυτες αντενδείξεις).

Πίνακας 1: Παράγοντες που θέτουν την ένδειξη ελέγχου για οστεοπόρωση

Μείζονες

Ελάσσονες

Ηλικία > 65 ετών

Ρευματοειδής αρθρίτιδα

Α/παθής υπερπαραθυρεοειδισμός

Ιστορικό υπερθυροειδισμού

Συστηματική λήψη γλυκοκορτικοειδών για >3 μήνες

Χρόνια αντιεπιληπτική αγωγή

Υπογοναδισμός

Χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου

“Πρώιμη” εμμηνόπαυση (< 45 ετών )

Χαμηλό ΒΜΙ ή απώλεια >10 kgr από ηλικία 25 ετών

Σύνδρομο Δυσαπορρόφησης

Χρόνια ηπαρινοθεραπεία

Ακτινολογική οστεοπενία

Κατάχρηση αλκοόλ

Συμπιεστικό σπονδυλικό κάταγμα

Κατάχρηση καπνού

Κάταγμα χαμηλής ενέργειας > 40 ετών

Κατάχρηση καφείνης

Οικογενειακό ιστορικό

(μητέρα με κάταγμα ισχίου)

Ακινητοποίηση


Πίνακας 2: Παράγοντες κινδύνου πτώσεων σε άτομα τρίτης ηλικίας

ΕΝΔΟΓΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Επεισόδια απώλεια συνείδησης

Γενική έκπτωση λόγω γήρανσης

Υπογλυκαιμία

Φτωχός έλεγχος αντανακλαστικών στάσης

Ορθοστατική υπόταση

Διαταραχή ιδιοδεκτικής αισθητικότητας

Αρρυθμίες

Μείωση ταχύτητας βάδισης

Επιληψία

Αδυναμία κάτω άκρων

ΑΕΕ

Βραδύς χρόνος αντίδρασης

Drop attacks

Άλλα νοσήματα

ΕΞΩΓΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Νοσήματα που επηρεάζουν την ισορροπία, τη βάδιση ή την κινητικότητα

Ακατάλληλη υπόδηση / ρουχισμός

Αρθρίτιδα

Φάρμακα

Περιφερική αγγειοπάθεια

Ηρεμιστικά

Περιφερική νευροπάθεια

Αντιυπερτασικά

Νόσος Parkinson

Περιβαλλοντικοί παράγοντες

Αλκοολισμός

Οικιακοί

Φάρμακα

Φωτισμός

Διαταραχές της όρασης

Σκάλες

Μείωση της οπτικής οξύτητας

Απουσία υποστηριγμάτων

Καταρράκτης

Πάτωμα που γλιστράει/ χαλιά

Γλαύκωμα

Κατοικίδια ζώα

Εκφύλιση αμφιβληστροειδούς

Παιχνίδια

Άνοια ή κατάθλιψη

Καλώδια

Νόσος Alzheimer

Παράγοντες εκτός του σπιτιού

Αγγειοπάθεια

Μέσα μαζικής μεταφοράς

 

Πεζοδρόμια

 

Απουσία προστατευτικών κηκλιδωμάτων

Συμβουλεύει ο Δρ. Συμεών Τουρνής, Ενδοκρινολόγος

Μοιράσου τη γνώση. Κοινοποίησε το!