ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ
Είναι η σημαντικότερη από τις παρασιτικές νόσους του ανθρώπου, μεταδίδεται με δήγμα μολυσμένων ανωφελών κουνουπιών.
Πάνω από 40% του πληθυσμού στη γη ζει σε περιοχή που ενδημεί η ελονοσία. Υπολογίζεται περίπου 300 εκατ έως 500 εκατ και 1,5 εκατ με 2,7 εκατ θάνατοι ετησίως οφείλονται στην ελονοσία. Το 90% των θανάτων παρατηρούνται στην Αφρική κάτω από την Σαχάρα και η πλειοψηφία είναι παιδιά κάτω των 5 ετών. Έχουν γίνει πολλές μελέτες στην κεντρική και νότια Αφρική και έχουν καταλήξει ότι 100 εκ. παιδιά ζουν σε περιοχές που ενδημεί η ελονοσία και το 0,8% πεθαίνει από ελονοσία.
Είναι σχετικά σπάνια στις ανεπτυγμένες χώρες, την συναντάμε κυρίως από σε ταξιδιώτες που επέστρεψαν από μια ενδημική περιοχή. Παραμένει μια από τις πιο διαδεδομένες λοιμώξεις στον κόσμο.
Στις ενδημικές περιοχές είναι σημαντική αιτία θνητότητας και θνησιμότητας και δημιουργεί τεραστία κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.
Η θνητότητα και θνησιμότητα είναι δυσανάλογα πιο συχνή στους φτωχούς και κατά ένα μεγάλο μέρος αποδίδεται στην έλλειψη αποτελεσματικών φαρμάκων. Το 60% των θανάτων από ελονοσία στον κόσμο απαντάται στο πιο φτωχό 20% του πληθυσμού. Τα παιδιά, οι έγκυες (κυρίως 1ο τριμήνου) και οι ταξιδιώτες είναι άτομα υψηλού κινδύνου για βαριά νόσο.
Η ελονοσία είναι παρούσα σε 105 χώρες. Το 90% των περιπτώσεων απαντώνται στην Αφρική και στην πλειοψηφία οφείλονται στο πλασμώδιο Falciparum
Η ελονοσία έχει εκριζωθεί από τη Β. Αμερική, Ευρώπη και Ρωσία αλλά, παρά την τεράστια προσπάθεια ελέγχου, έχει αναζωπυρωθεί σε πολλές περιοχές των τροπικών. Στο γεγονός αυτό έρχεται να προστεθεί το αυξημένο πρόβλημα της αντοχής του παρασίτου στα φάρμακα και της αντοχής των ενδιάμεσων ξενιστών στα εντομοκτόνα. Σήμερα, εξακολουθεί να είναι , όπως ήταν και επί αιώνες, βαρύ φορτίο για τους πληθυσμούς των τροπικών και κίνδυνος για τους ταξιδιώτες.
Έχουν γίνει προσπάθειες για να εξαλειφθεί η νόσος , χωρίς όμως επιτυχία, σε πολλές χώρες του κόσμου.
Η επιδημιολογία της ελονοσίας είναι περίπλοκη και παρουσιάζει μεγάλες διάφορες, ακόμα και μέσα σε σχετικά μικρές περιοχές. Στις περιοχές που έχει ολοενδημία και επερενδημία της ελονοσίας π.χ μερικές περιοχές της νότιας Αφρικής ή της παράκτιας νέας Γουινέας, όπου υπάρχει έντονη μετάδοση (μέχρι ένα τσίμπημα ανθρώπου ανά μολυσμένο κουνούπι ημερησίως.) οι άνθρωποι μολύνονται επανειλημμένα κατά την διάρκεια της ζωής τους.
Εδώ η νοσηρότητα και η θνητότητα κατά την παιδική ηλικία είναι σημαντικές. Η ανόσια εναντίον της νόσου αποκτάται δύσκολα, αλλά μετά την ενηλικίωση οι προσβολές της ελονοσίας κατά μεγάλο μέρος είναι ασυμπτωματικές.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ
Ο άνθρωπος μολύνεται τη νύχτα από τσίμπημα θηλυκού ανωφελούς κουνουπιού, με το οποίο ενοφθαλμίζετε με σποροζωιδιάτου παρασίτου από τους σιελογόνους αδένες του εντόμου ενόσω αυτό αποζυμά αίμα και μόνο σπάνια απ’ ευθείας με μολυσμένο αίμα (μεταγγίσεις, χρήση μολυσμένων συρίγγων, δια πλακούντα, κατά τον τοκετό). Στα ζεστά κλίματα με υψηλή υγρασία με πολλές βροχοπτώσεις δημιουργούν κατάλληλες συνθήκες για τα κουνούπια, με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η μετάδοση:
Μετά το δήγμα των μολυσμένων ανωφελών κουνουπιών οι σποροζωιτες μεταφέρονται ταχέως με το αίμα στο ήπαρ και αρχίζει η αναπαραγωγή και παράγονται τελικά χιλιάδες μεροζωίδια. που απελευθερώνονται στην κυκλοφορία, όπου εισβάλουν στα ερυθρά αιμοσφαίρια και καταναλώνουν την αιμοσφαιρίνη.
Κλινικά χαρακτηρίστηκα.
Τα πρώτα συμπτώματα της ελονοσίας δεν είναι ειδικά. Έλλειψη ευεξίας, αίσθημα κόπωσης ,κοιλιακά ενοχλήματα, μυαλγίες και ο πυρετός που ακολουθεί είναι όλα συμπτώματα μιας ελαφριάς ίωσης.
Στα παιδιά τα οποία μεταδίδεται ελονοσία ανήκουν δυο ομάδες
- Εκείνα μικρή ή καθόλου ανόσια λόγω έλλειψης προηγούμενης επαφής με την νόσο. Νοσούν βαρέως εκτός αν λάβουν κάποια θεραπεία
- Εκείνα που έχουν υψηλό βαθμό ανοχής μέχρι την ηλικία των 10 ετών περίπου λόγω επαναλαμβανόμενων λοιμώξεων από ελονοσίας στην 1η παιδική ηλικία και έχουν επιβίωση, Παρόλο που μπορούν να έχουν διαταραχές της αύξησης και την ανάπτυξης. Η ανοχή στην ελονοσία φαίνεται να βασίζεται σε κληρονομικούς παράγοντες που τροποποιούν την σοβαρότητα της νόσου . αυτή η ανοχή παρατηρείται κυρίως σε αφρικανού ή σε άτομα αφρικάνικης καταγωγής.
Σε μη άνοσο παιδί τα κλινικά σημεία συνήθως εμφανίζονται 8-15 μέρες μετά την μόλυνση και μπορεί να μην είναι σαφή.
Διαταραχές συμπεριφοράς, όπως ευερεθιστότητα, ανορεξία, ασύνηθες κλάμα, υπνηλία. Ο πυρετός μπορεί να απουσιάζει ή να αυξάνεται σταδιακά για 1-2 ημέρες ή η έναρξη μπορεί να είναι αιφνίδια με θερμοκρασία που φτάνει ως 40,5ο με ή χωρίς ρίγη. Οι παροξυσμοί του πυρετού είναι εξαιρετικά βραχείς ή διαρκούν για 2-12 ώρες.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Υπάρχουν αντιθελονοσιακά φάρμακα, όμως, λόγο της συχνής ανθεκτικότητας του παράσιτου, υπάρχει ανάγκη για ανανέωση των φαρμάκων.
Συμβουλεύει η κα Αλεξάνδρα Κατσαφάδου, Παιδίατρος