H επιληψία αποτελεί ένα από τα συχνότερα νευρολογικά νοσήματα παγκοσμίως. Προσβάλλει το 1% του πληθυσμού ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, φυλής και η επίπτωση της υπολογίζεται σε περίπου 70 περιστατικά ετησίως ανά 100000 πληθυσμού.
Είναι διαφορετική η επιληπτική κρίση από την επιληψία;
Επιληπτική κρίση ονομάζεται ένα αιφνίδιο και παροδικό επεισόδιο μεταβολής της λειτουργίας του νευρικού συστήματος. Το επεισόδιο οφείλεται σε ανώμαλες, υπερσύγχρονες και ρυθμικές εκφορτίσεις των νευρικών κυττάρων του εγκεφάλου ( «βραχυκύκλωμα»).
Εκδηλώνεται με ποικίλα κλινικά φαινόμενα όπως διαταραχές του επιπέδου συνείδησης, κινητικές, αισθητικές, ψυχικές. Οι περισσότερες επιληπτικές κρίσεις διαρκούν από λίγα δευτερόλεπτα ως δύο λεπτά. Επιληπτικές κρίσεις ενδέχεται να συμβούν μετά από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, κρανιοεγκεφαλική κάκωση, μηνιγγίτιδα, υπογλυκαιμία, κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών.
Η επιληψία είναι ένα σύνολο νευρολογικών διαταραχών που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες επιληπτικές κρίσεις, οι οποίες δε σχετίζονται άμεσα με μια αναγνωρίσιμη και διορθώσιμη κατάσταση. Επομένως, οι επιληπτικές κρίσεις είναι σύμπτωμα, ενώ η επιληψία νόσος.
Όλοι οι τύποι επιληψίας είναι ίδιοι; Πότε θα πρέπει να ανησυχήσω;
Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι ταξινόμησης ανάλογα με την περιοχή του εγκεφάλου που προσβάλλεται, το αίτιο και την κλινική εικόνα. Αν η ομάδα νευρώνων που εκφορτίζεται παραμείνει περιχαρακωμένη σε μια περιοχή του ενός ημισφαιρίου πρόκειται για εστιακή κρίση. Αν επεκταθεί τάχιστα και στα δύο ημισφαίρια τότε ονομάζεται γενικευμένη. Στην πρώτη επιληπτική κρίση θα πρέπει να αναζητήσουμε άμεσα νευρολογική εκτίμηση.
Ποιες εξετάσεις χρειάζεται να γίνουν;
Η εξέταση εκλογής για τη διάγνωση της επιληψίας είναι το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα που καταγράφει την ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου. Η ανεύρεση επιληπτόμορφης δραστηριότητας επιβεβαιώνει τη διάγνωση και συχνά βοηθάει στον καθορισμό του τύπου των κρίσεων.
Ο νευροαπεικονιστικός έλεγχος (μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου, αξονική τομογραφία εγκεφάλου) συμβάλλει σημαντικά στην ανάδειξη βλαβών που σχετίζονται με την επιληψία όπως ατροφία του ιπποκάμπου, φλοιώδεις δυσπλασίες, αγγειακές δυσπλασίες, όγκους κ.α.
Στο πλαίσιο ενός γενικότερου ελέγχου και για τον αποκλεισμό άλλων καταστάσεων διενεργούνται κατά περίπτωση εξετάσεις αίματος , ηλεκτροκαρδιογράφημα, δοκιμασία ανάκλησης και ενδεχομένως ψυχιατρική εκτίμηση.
Η θεραπεία είναι αποτελεσματική;
Η θεραπεία της επιληψίας είναι κατά κύριο λόγο φαρμακευτική και στα 2/3 των ασθενών οι κρίσεις ρυθμίζονται ικανοποιητικά, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται σημαντικά η ποιότητα ζωής. Αν οι κρίσεις είναι ανθεκτικές στη φαρμακευτική αγωγή, σε επιλεγμένες περιπτώσεις η χειρουργική θεραπεία ίσως είναι μία επιλογή.
Τι άλλες επιπτώσεις υπάρχουν;
Οι περισσότεροι άνθρωποι με επιληψία ζουν μία φυσιολογική ζωή. Εντούτοις, μία επιληπτική κρίση κάτω από ορισμένες συνθήκες ίσως ενέχει κινδύνους για τον ασθενή ή τους γύρω του: τραυματισμοί μετά από πτώση, τροχαία ατυχήματα, πιθανός πνιγμός αν συμβεί στη θάλασσα. Μακροχρόνια, ακόμα κι αν οι κρίσεις ελέγχονται, λόγω του κοινωνικού στίγματος επιβαρύνονται συναισθηματικά και αντιμετωπίζουν οικογενειακές, επαγγελματικές και εκπαιδευτικές δυσκολίες.
Όσον αφορά στους τραυματισμούς, οι ασθενείς με επιληψία εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων. Τα κατάγματα εμφανίζονται 2-6 φορές συχνότερα στους ασθενείς αυτούς συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό.
Οι κύριοι παράγοντες που ενοχοποιούνται είναι: η βαρύτητα της επιληπτικής κρίσης, τα αντιεπιληπτικά φάρμακα και πιθανώς η οικογενής προδιάθεση για κατάγματα.
Πτώσεις και τραυματισμοί κατά τη διάρκεια μιας επιληπτικής κρίσης δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Συχνότερα παρατηρούνται κατάγματα (ή/και εξάρθρημα) του ώμου, των θωρακικών και οσφυικών σπονδύλων , της κεφαλής και του μηριαίου οστού.
Τα αντιεπιληπτικά φάρμακα (ΑΕΦ) μπορεί να προκαλέσουν αστάθεια και ζάλη με επακόλουθη πτώση, ενώ επηρεάζουν και το μεταβολισμό των οστών και των μετάλλων. Οστεοπενία/οστεοπόρωση, υπασβεστιαιμία, υποπαραθυρεοειδισμός και ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι δυνητικές παρενέργειες των αντιεπιληπτικών φαρμάκων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος τραυματικών ή αυτόματων καταγμάτων.
Ενοχοποιούνται κυρίως η φαινυτοΐνη, η φαινοβαρβιτάλη, η καρβαμαζεπίνη και το βαλπροικό. Οι ανωτέρω διαταραχές εμφανίζονται σε όλες τις ηλικίες με μεγαλύτερη επίπτωση στους ασθενείς άνω των 50 ετών. Οι γυναίκες είναι ακόμα πιο ευάλωτες λόγω της εμμηνόπαυσης.
Θεραπευτικά, για τη μείωση του κινδύνου καταγμάτων, συνιστάται η χορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D, η συχνή άσκηση, η έκθεση στον ήλιο και η ισορροπημένη διατροφή.
Συμβουλεύει η κα Άννα Σιατούνη MD, PhD, Νευρολόγος, Συνεργάτης των νοσοκομείων ΜΗΤΕΡΑ, ΥΓΕΙΑ, Σύμβουλος νευρολόγος στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο