Ψευδουπόπαραθυρεοειδισμός

Τι προκαλεί την νόσο του ψευδουποπαραθυρεοειδισμού

Μετά τη σύνδεση της παραθορμόνης με τον υποδοχέα της, ακολουθεί η ενεργοποίηση ενός συνόλου ενδοκυττάριων σηματοδοτικών μονοπατιών, μεταξύ των οποίων σημαντική θέση έχει η λεγόμενη κυκλική μονοφωσφορική αδενοσίνη ή αλλιώς cAMP. Η cAMP είναι απαραίτητη για να ασκηθούν οι δράσεις πολλών ορμονών, μεταξύ των οποίων και της παραθορμόνης, οι οποίες έχουν σαν τελικό αποτέλεσμα τη μεταγραφή γονιδίων και την έκφραση ποικίλων πρωτεϊνών.

Όταν υπάρχει αντίσταση στη δράση της παραθορμόνης στο νεφρό, αναστέλλεται η παραγωγή της δραστικής μορφής της βιταμίνης D με αποτέλεσμα τη μειωμένη έκφραση των μεταφορέων νατρίου-φωσφόρου στα νεφρικά σωληνάρια, οδηγώντας έτσι σε χαμηλά επίπεδα ασβεστίου και υψηλά επίπεδα φωσφόρου και παραθορμόνης.

Αυτή η αντίσταση στη δράση της παραθορμόνης συνήθως είναι αποτέλεσμα διαταραχής των ενδοκυττάριων σηματοδοτικών μονοπατιών που ενεργοποιούνται μετά τη σύνδεση της παραθορμόνης στον υποδοχέα της, στα οποία όπως ήδη αναφέρθηκε συμμετέχει και η cAMP.

Μάλιστα, καθώς πολλά από αυτά τα ενδοκυττάρια σηματοδοτικά μονοπάτια είναι κοινά σε πολλά κύτταρα και διαμεσολαβούν τις δράσεις και άλλων ορμονών, όταν αυτά είναι διαταραγμένα, όπως στην περίπτωση του ψευδουποπαραθυρεοειδισμού, μπορεί να οδηγήσουν σε διαταραγμένη δράση και άλλων ορμονών όπως είναι η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH), το σχετιζόμενο με την παραθορμόνη πεπτίδιο (PTHrP), η εκλυτική ορμόνη της αυξητικής ορμόνης (GHRH), οι γοναδοτροφίνες, οι κατεχολαμίνες και η καλσιτονίνη.

Έτσι λοιπόν η αντίσταση στη δράση της παραθορμόνης οδηγεί στη νόσο που ονομάζεται ψευδουποπαραθυρεοεδισμός. Πρόκειται για μία κληρονομική διαταραχή η οποία διακρίνεται σε δύο τύπους, τον τύπο Ι ο οποιος περιλαμβάνει τον τύπο Ια και Ιβ, και τον τύπο ΙΙ.

Ο Fuller Albright ήταν αυτός που πρώτος αναγνώρισε τον ψευδουποπαραθυρεοειδισμό ως νόσο, η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα ασβεστίου, υψηλά επίπεδα φωσφόρου και παραθορμόνης, με συνοδές κλινικές εκδηλώσεις την παχυσαρκία, το κοντό ανάστημα, τη στρογγυλή μορφολογία του προσώπου, βραχυδακτυλία και έκτοπες εξοστώσεις, χωρίς να προκαλείται συνοδός αύξηση στην απέκκριση φωσφόρου στα ούρα, μετά τη χορήγηση παραθορμόνης εξωγενώς.

Επιπλέον, ο ίδιος ερευνητής περιέγραψε και τη νόσο του ψευδο-ψευδουποπαραθυρεοειδισμού, σε ασθενείς που παρουσίαζαν τις παραπάνω κλινικές εκδηλώσεις ή όπως αλλιώς ονομάστηκαν, οστεοδυστροφία Albright, αλλά στους οποίους τα επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου ήταν φυσιολογικά και η απέκκριση φωσφόρου στα ούρα αυξανόταν φυσιολογικά με τη χορήγηση παραθορμόνης.

Ο τύπος Ιβ χαρακτηρίζεται βιοχημικά από διαταραχές του ασβεστίου και του φωσφόρου λόγω αντίστασης των νεφρών στη δράση της παραθορμόνης, χωρίς όμως τις κλινικές εκδηλώσεις της οστεοδυστροφίας του Albright. Τέλος, ο τύπος ΙΙ παρουσιάζει τις κλινικές εκδηλώσεις της οστεοδυστροφίας Albright αλλά με φυσιολογική απάντηση στη νεφρική cAMP.

Πως εκδηλώνεται ο ψευδουποπαραθυρεοειδισμός;

Οι συνηθέστερες κλινικές εκδηλώσεις του ψευδουποπαραθυρεοειδισμού περιλαμβάνουν:

  • διαταραχή της εμβρυικής ανάπτυξης
  • κοντό ανάστημα κατά τη εφηβεία και μετέπειτα
  • παχυσαρκία και μεταβολικό σύνδρομο λόγω αντίστασης στη δράση της ινσουλίνης
  • υπνική άπνοια λόγω της παχυσαρκίας και της ύπαρξης διαταραχών στη διάπλαση του μέσου προσώπου
  • γνωσιακές διαταραχές
  • οδοντικές ανωμαλίες (ολιγοδοντία, κοντές ρίζες οδόντων, διαταραχή στην ανατολή των οδόντων)
  • κρανιακές, σκελετικές και νευρολογικές ανωμαλίες, λόγω κρανιοσυνοστέωσης και στενώσεων στη σπονδυλική στήλη.
  • Επίσης, συχνά εμφανίζεται βραχυδακτυλία σε χέρια και πόδια, ενώ σε βαρειά υπασβεστιαιμία μπορεί να εμφανιστεί εικόνα τετανίας.
  • Τέλος, μπορεί να εμφανιστεί υποθυρεοειδισμός λόγω αντίστασης στη δράση της TSH, αντίσταση στη δράση της καλσιτονίνης, αντίσταση στη δράση των γοναδοτροφικών με αποτέλεσμα καθυστέρηση ενήβωσης, ολιγομονόρροια ή αμηνόρροια στα κορίτσια, διαταραχή γονιμότητας στα αγόρια και αντίσταση στη δράση της GHRH με αποτέλεσμα ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης.

Η αντίσταση στην παραθορμόνη χαρακτηρίζεται εργαστηριακά από χαμηλά επίπεδα ασβεστίου, υψηλά επίπεδα φωσφόρου και παραθορμόνης σε απουσία ανεπάρκειας βιταμίνης D, διαταραχών μαγνησίου και νεφρικής ανεπάρκειας. Λόγω των υψηλών επιπέδων φωσφόρου παρατηρούνται έκτοπες επασβεστώσεις σε ποικίλους ιστούς, με πιο συχνή προσβολή, τα βασικά γάγγλια του εγκεφάλου και τους φακούς των οφθαλμών.

Τέλος, μία άλλη χαρακτηριστική κλινική εκδήλωση του ψευδουποπαραθυρεοειδισμού είναι οι ετερότοπες εξοστώσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη έκτοπου οστίτη ιστού κυρίως στο δέρμα και τον υποδόριο ιστό. Μπορεί να εμφανόζονται σαν μικρά οζίδια ή σαν μεγάλες εκτεταμένες βλάβες που επεκτείνονται μέσα σε παρακείμενους μύες και συνδέσμους. Συνηθέστερα εμφνίζονται στις παλάμες και τα πέλματα των άκρων.

Η διάγνωση του ψευδουποπαραθυρεοειδισμού στηρίζεται στην κλινική εικόνα και τα εργαστηριακά ευρήματα και όπου είναι εφικτό θα πρέπει να επιβεβαιώνεται με γενετικό έλεγχο και να ακολουθεί γενετική συμβουλευτική για το ενδεχόμενο επανεφάνισης της νόσου σε μελλοντική κύηση.

Θεραπεία

Η θεραπεία του ψευδουποπαραθυρεοειδισμού περιλαμβάνει τη χορήγηση ενεργού μορφής βιταμίνης D με σκοπό την άνοδο των επιπέδων ασβεστίου και τη μείωση των επιπέδων της παραθορμόνης. Στην περίπτωση σοβαρής υπερφωσφαταιμίας χορηγούνται από του στόματος φωσφοροδεσμευτικά. Οι ασθενείς με αντίσταση στη δράση της ΤSH χρειάζονται θεραπεία υποκατάστασης με θυροξίνη.

Σε ασθενείς με κοντό ανάστημα συσυστήνεται η χορήγηση αυξητικής ορμόνης. Επιπλέον, κατάλληλες διαιτητικές συμβουλές απαιτούνται για την αποφυγή παχυσαρκίας και εμφάνισης μεταβολικού συνδρόμου. Για τις ετερότοπες εξοστώσεις δεν υπάρχει ειδική θεραπεία.

Εξοστώσεις που προκαλούν πόνο και δυσφορία ενδεχομένως να μπορούν να αφαιρεθούν χειρουργικά, εκτός εάν είναι αρκετά εκτεταμένες οπότε στην περίπτωση αυτή χορηγούνται μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη ή διφωσφονικά. Τέλος, φυσικοθεραπείες μπορεί να χρειαστούν όταν οι εξοστώσεις πρσβάλλουν αρθρώσεις.

Συμβουλεύει ο κος Γεώργιος Τροβάς, Ενδοκρινολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης Εργαστηρίου Έρευνας Παθήσεων Μυοσκελετικού Συστήματος, Νοσοκομείο ΚΑΤ.

Μοιράσου τη γνώση. Κοινοποίησε το!