Διατροφή για υγιή οστά

Συμβουλεύει η κα Αριστεία Σιλιαχλή, Φαρμακοποιός, MSc

Η οστεοπόρωση είναι μια γενικευμένη ασθένεια των οστών, η οποία χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική μάζα και αλλοίωση της οστικής μικροαρχιτεκτονικής, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος των καταγμάτων. Λαμβάνεται υπόψη δηλαδή, ως ασθένεια αλλά και ως ένας παράγοντας κινδύνου για κάταγμα. Παραμένει όμως, μια αναπόφευκτη φυσική οστική φθορά κι αν θεωρείται ως τέτοια, μπορεί να αντιμετωπίζεται πιο έγκαιρα αλλά και πιο σφαιρικά. Εξελίξεις στις διαδικασίες διάγνωσης και θεραπείας της οστεοπόρωσης, ενδέχεται να αλλάξουν τις στρατηγικές της διαχείρισης της ασθένειας, τον ενδεχόμενο κίνδυνο κατάγματος, την σωστή τήρηση της θεραπείας, την πιθανή αποτελεσματικότητα της έγκαιρης διάγνωσης και τον σωστό σχεδιασμό των θεραπευτικών στρατηγικών. Η συνεχής ευαισθητοποίηση για τις επιπτώσεις της ασθένειας αλλά και τους τρόπους αντιμετώπισής της είναι πλέον ζωτικής σημασίας. Η επιλογή της καταλληλότερης, στην εκάστοτε περίπτωση, θεραπευτικής επιλογής και η ακριβής επικοινωνία των κινδύνων αλλά και των βημάτων της θεραπείας αποτελούν εξαιρετικά σημαντικές παραμέτρους.

Ως σφαιρική αντιμετώπιση, νοείται εκείνη που περιλαμβάνει πέραν της φαρμακευτικής αγωγής, τη διόρθωση της όρασης, ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος μιας πιθανής πτώσης, την άσκηση, τη λήψη συμπληρωμάτων διατροφής (ασβεστίου και βιταμίνης D), μια προσεκτικά επιλεγμένη και όσον το δυνατόν πιο εξατομικευμένη διατροφή, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των παραγόντων και προσαρμόζοντάς τους στο κάθε άτομο μεμονωμένα (Roux & Briot, 2020). Ανάλογα με το στάδιο και την ένταση της οστεοπόρωσης ακολουθείται διαφορετικό πρωτόκολλο θεραπείας περιλαμβάνοντας φαρμακευτική ή μη αγωγή και συνδυάζοντάς την με ένα πιο υγιεινό τρόπο ζωής με άθληση και καλή διατροφή (Russell, 2018) (Tu et al., 2018).

Ο σωστός συνδυασμός των δραστικών ουσιών (από τα συμπληρώματα διατροφής και από τη φαρμακευτική αγωγή) τόσο μεταξύ τους όσο και σε ότι αφορά την διατροφή, η σωστή δοσολογία και ο τρόπος λήψης αυτών αποτελούν στρατηγικές αύξησης της απορρόφησης όλων των δραστικών και αποφυγή ενδεχόμενων ανεπιθύμητων ενεργειών.

Υπάρχουν πολλοί παράγοντες, οι οποίοι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την επιλογή ενός συμπληρώματος, όπως το ποια μορφή είναι καλύτερα ανεκτή από τον οργανισμό. Αξίζει να αναφερθεί το παράδειγμα του ασβεστίου, το οποίο υφίσταται με τη μορφή αλάτων όπως του ανθρακικού, το οποίο ενδέχεται να προκαλέσει γαστρεντερικές διαταραχές και του κιτρικού, το οποίο είναι καλύτερα ανεκτό. Ένας ακόμα παράγοντας είναι το πότε θα πρέπει να λαμβάνονται. Το ανθρακικό ασβέστιο για παράδειγμα είναι προτιμότερο να λαμβάνεται με κάποιο γεύμα, καθώς τα εκκρινόμενα γαστρικά υγρά αυξάνουν την απορρόφησή του. Η δοσολογία επίσης θα πρέπει να είναι προσεκτικά επιλεγμένη και εξατομικευμένη. Υψηλά επίπεδα ασβεστίου συνοδεύονται από ταυτόχρονη μείωση της έκκρισης της παραθυρεοειδούς ορμόνης καθώς επίσης από μεταβολή των βιοδεικτών των οστικών μεταβολιτών. Το φαινόμενο αυτό μάλιστα επιμένει για αρκετό καιρό μετά την έναρξη της θεραπείας και για αυτό η μέγιστη δόση ασβεστίου συνίσταται στα 500 mg την ημέρα. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να συνυπολογίζεται η πρόσληψη του ασβεστίου και από μια διατροφή πλούσια σε αυτό (Cano et al., 2018).  Προσοχή απαιτείται στις αλληλεπιδράσεις των θρεπτικών στοιχείων των τροφών και των λαμβανόμενων από τα φάρμακα και τα συμπληρώματα διατροφής δραστικών στοιχείων, καθώς μπορεί να οδηγήσουν σε μειωμένη απορρόφηση κάποιου ωφέλιμου στοιχείου ακόμα και σε ανεπιθύμητες ενέργειες, σπανιότερα. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η λήψη σκευασμάτων πρωτεϊνών, καθώς όταν λαμβάνονται σαν μεμονωμένα συστατικά αυξάνουν την ουρική απέκκριση του ασβεστίου. Το παραπάνω συμβαίνει όμως μόνο στην περίπτωση που η πρόσληψη των φωσφορικών παραμένει σταθερή. Φυσιολογικά, τα επίπεδα των φωσφορικών αυξάνονται με την αυξημένη πρόσληψη των πρωτεϊνών (κατά τη διατροφή για παράδειγμα) (Brouns, 2000). Άλλα παραδείγματα αποτελούν τα κορτικοστεροειδή, τα οποία μειώνουν την απορρόφηση του ασβεστίου, οδηγώντας σε μειωμένο μεταβολισμό της βιταμίνης D. Επίσης, φάρμακα όπως η φαινοβαρβιτάλη και η φενιτοΐνη αυξάνουν τον ηπατικό μεταβολισμό της βιταμίνης D προς αδρανείς ενώσεις και μειώνουν την απορρόφηση του ασβεστίου, το οποίο προκαλεί εκ νέου μειωμένη απορρόφηση βιταμίνης D (Nair & Maseeh, 2012). Τέλος, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προτιμήσεις του ασθενή όσον  αφορά τον τρόπο λήψης (μασώμενη μορφή, δισκίο, υγρή μορφή, σκόνη). Το μέλλον της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της οστεοπόρωσης είναι η χρήση και ο συνδυασμός δραστικών μορίων είτε μέσω της φαρμακευτικής αγωγής και των συμπληρωμάτων είτε μέσω της διατροφής, για συνεργιστική δράση, καλύτερη απορρόφηση και αυξημένη βιοδιαθεσιμότητα (Rajput et al., 2018).

Διατροφή στηριζόμενη σε μεγαλύτερη ποικιλία τροφίμων, συνειδητή αγορά προϊόντων με έλεγχο της ετικέτας θρεπτικών συστατικών, των εμπλουτισμένων με τα επιθυμητά θρεπτικά συστατικά τροφίμων κι όχι μόνο, και σωστός συνδυασμός των παραπάνω, μεταξύ τους και με την εκάστοτε φαρμακευτική αγωγή έπειτα από συμβουλές των ειδικών, θα δώσουν μια πιο δυναμική ώθηση στην οστική αλλά και την συνολική υγεία.

Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπόψη, αποκαλύπτεται η ανάγκη της ενταντικοποίησης της προσπάθειας, από μεριάς τόσο του ασθενή όσο και των ειδικών. Ο ασθενής θα πρέπει να αναζητά την καθοδήγηση περισσότερων ειδικών (γιατρού, φαρμακοποιού, διατροφολόγου), ώστε να πετυχαίνει τα μέγιστα από τον συνδυασμό της φαρμακευτικής αγωγής, των συμπληρωμάτων διατροφής, της διατροφής και της άσκησης. Παρακάτω δίνεται ένας συνοπτικός οδηγός με ιδέες για να εμπλουτιστεί, αυτή τη φορά, η διατροφή με όλα εκείνα τα απαραίτητα στοιχεία για την οστική υγεία.

Η πρόσληψη της βιταμίνης μέσω της τροφής, συμβάλλει κατά 10-20% στα συνολικά επίπεδα του οργανισμού. Τροφές πλούσιες σε βιταμίνη D είναι τα λιπαρά ψάρια (σολομός, σαρδέλες, κολιός, τόνος), το κρέας (συκώτι και μύες βόειου κρέατος καθώς και χοιρινού), οι κρόκοι των αυγών, τα μανιτάρια σιτάκε (shiitake), τα κοινά λευκά (champignon) και τα πορτομπέλο. Κυκλοφορούν μάλιστα και πολλά προϊόντα όπως μαργαρίνη, βούτυρο, γάλα (σόγιας, αμυγδάλου κτλ) και δημητριακά εμπλουτισμένα με βιταμίνη D. Μάλιστα σε περιόδους μειωμένης έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία η πρόσληψη της βιταμίνης D από τα συμπληρώματα διατροφής παίζει κρίσιμο ρόλο (Reijven & Soeters, 2020) (Charoenngam et al., 2019) (Stephensen et al., 2012). Η σταθερότητα της βιταμίνης D στα διάφορα τρόφιμα κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος φαίνεται να ποικίλει ανάλογα με τις θερμικές διαδικασίες, καθώς τρόφιμα όπως αυγά, μαργαρίνη και ψωμί έπειτα από βράσιμο, ψύξη και ψήσιμο αντίστοιχα, φαίνεται να διατηρούν γύρω στο 40-80% αυτής (EFSA, 2016). Για την ομάδα μεγαλύτερης ηλικίας, η μέση απαιτούμενη δόση (Estimated Average Requirement-EAR) είναι 10 μg/μέρα και η συνιστώμενη ημερήσια δόση (Recommended Dietary Allowance- RDA) είναι 20 μg/μέρα (800 IU/d).

  • Ασβέστιο

Τρόφιμα πλούσια σε ασβέστιο αποτελούν τα γαλακτοκομικά προϊόντα, επιλεγμένα λαχανικά (όπως το σπανάκι, αντίδια, σέσκουλα, κάλε, γλιστρίδες και μπρόκολα), όσπρια, ξηροί καρποί, ψάρια με τα μικρά τους κόκκαλα (όπως σαρδέλες) και εμπλουτισμένα τρόφιμα. Οι κύριες διατροφικές πηγές του ασβεστίου στον πληθυσμό των Ευρωπαϊκών χωρών ποικίλουν, αλλά κυρίως αποτελούνται από γαλακτοκομικά προϊόντα. Επίσης, το νερό αποτελεί πηγή ασβεστίου, ιδίως στις περιοχές με σκληρό νερό. Το νερό βρύσης παρουσιάζει έντονη ποικιλία σε περιεχόμενο ασβεστίου ενώ δεδομένα από αναλύσεις εμφιαλωμένου νερού 182 διαφορετικών ποικιλιών εμπορικώς διαθέσιμα στην Ευρώπη, έδειξαν να φέρουν συγκέντρωση από 0,5 μέχρι 672 mg/ml, με 16% αυτών να έχουν συγκέντρωση πάνω από >100 mg/ml σε ασβέστιο. Για την ομάδα μεγαλύτερης ηλικίας η μέση απαιτούμενη δόση (Estimated Average Requirement-EAR) είναι 1000 mg/μέρα και η συνιστώμενη ημερήσια δόση (Recommended Dietary Allowance- RDA) είναι 1200 mg/μέρα (EFSA,2015).

  • Προβιοτικά

Η υγεία των οστών ενισχύεται από τη λήψη προβιοτικών, τα οποία δρουν με ποικίλους μηχανισμούς όπως:

  • την παραγωγή βιταμινών, απαραίτητων για τον μεταβολισμό του ασβεστίου και το σχηματισμό των οστών,
  • την παραγωγή αντιοξειδωτικών, τα οποία μειώνουν την διαφοροποίηση των οστεοκλαστών,
  • τη μείωση της παραθυρεοειδούς ορμόνης, παράγοντας λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου (SCFAs-Short Chain Fatty Acids) με αποτέλεσμα να αυξάνεται η απορρόφηση των μεταλλικών στοιχείων, καθώς και
  • τη μείωση της εντερικής φλεγμονής και των επιπέδων των κυτοκινών με αποτέλεσμα να αυξάνεται η πρόσληψη του ασβεστίου στα οστά (Rajput et al., 2018).

Πηγές προβιοτικών αποτελούν το κεφίρ (Oliveira et al., 2019) καθώς μελέτες έχουν δείξει την ευεργετική του δράση για την αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης (Chen et al., 2014), το λάχανο τουρσί (Beganović et al., 2014)(Banić et al., 2018), επιλεγμένα ψωμιά με προζύμι (Longoria-García et al., 2018), οι πίκλες (Ragul et al., 2020) καθώς και κάποια είδη τυριών όπως gouda, mozzarella κ.ά., κάτι το οποίο όμως θα πρέπει να εξακριβώνεται από την ετικέτα θρεπτικών συστατικών.

Τα πρεβιοτικά επίσης βοηθούν στην υγεία των οστών, καθώς προωθούν την ανάπτυξη των ευεργετικών για την υγεία του ξενιστή βακτηρίων και κατά επέκταση την ενισχυμένη απορρόφηση μεταλλικών στοιχείων (Rajput et al., 2018). Επιπλέον, αυξάνουν την ανθεκτικότητα του οργανισμού έναντι των οστικών καταγμάτων (Brouns, 2000). Ο βακτηριακός μεταβολισμός τους θα οδηγήσει σε παραγωγή λιπαρών οξέων βραχείας αλύσου, κυρίως του γαλακτικού, του προπιονικού, του βουτυρικού και του οξικού οξέος. Τα οργανικά αυτά οξέα, έχουν δύο ξεχωριστές επιδράσεις. Πρώτον, μειώνουν το τοπικό εντερικό pH, με αποτέλεσμα τα σύμπλοκα ασβεστίου, τα οποία σχηματίστηκαν κατά τη διάβασή τους από το λεπτό έντερο, να διαλύονται και να μετατρέπονται σε απορροφήσιμη μορφή. Έτσι, η εντερική συγκέντρωση των ιονισμένων στοιχείων αυξάνεται και κατ’ επέκταση αυξάνεται και η απορρόφησή τους. Η  δεύτερη επίδραση είναι ότι αλλάζει το ηλεκτρικό φορτίο του ασβεστίου, σχηματίζοντας σύμπλοκα ασβεστίου-υδρογόνου, τα οποία διαπερνούν την εντερική μεμβράνη ευκολότερα και εν τέλει διέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος. Υπάρχουν διάφοροι τύποι πρεβιοτικών όπως οι φρουκτοολιγοσακχαρίτες, οι γαλακτολιγοσακχαρίτες, οι ολιγοσακχαρίτες προερχόμενοι από το άμυλο και την γλυκόζη καθώς και άλλοι τύποι όπως οι ολιγοσακχαρίτες πηκτίνης αλλά και κάποιοι που δεν ανήκουν στην κατηγορία των υδατανθράκων όπως οι φλαβανόλες που προέρχονται από το κακάο. Σημαντική πηγή των πρεβιοτικών είναι τα σπαράγγια, τα ζαχαρότευτλα, το σκόρδο, το κιχώριο, το κρεμμύδι, η αγκινάρα, το σιτάρι, το μέλι, η μπανάνα, το κριθάρι, η ντομάτα, η σίκαλη, η σόγια, το γάλα, τα μπιζέλια, τα φασόλια καθώς επίσης τα φύκια και μικροφύκη κ.ά. Συχνά λόγω της μικρής τους συγκέντρωσης στα τρόφιμα παρασκευάζονται βιομηχανικά για να ενισχύσουν τα τρόφιμα ή να χρησιμοποιηθούν ως συμπλήρωμα διατροφής (Davani-Davari et al., 2019).

Πώς εκτελώ με ασφάλεια τις αγορές μου εν μέσω πανδημίας

Η πανδημία έχει αλλάξει πολλές από τις προηγούμενες συνήθειες όλων μας. Επειδή κάθε αλλαγή, ειδικά όταν υιοθετείται υπό αυτές τις συνθήκες, προκαλεί ένταση μέχρι να ενσωματωθεί στην ατομική καθημερινότητα, είναι πολύ σημαντική η σωστή πληροφόρηση για αποφυγή του περιττού στρες. Λόγος έγινε, για τη σωστή διατροφή και το συνδυασμό αυτής με τη κατάλληλη συμπληρωματική ή φαρμακευτική αγωγή. Πώς όμως θα μπορούσε να εφαρμοστεί κάτι τέτοιο άμεσα; Το πρώτο μικρό βήμα είναι και το σημαντικότερο. Ξεκινώντας με τον προσεχτικό εμπλουτισμό της διατροφής, σταδιακά θα έρθουν και τα επόμενα. Παρακάτω, παρατίθενται χρήσιμες πληροφορίες από τον Ενιαίο Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) για την διαχείριση των αγορών από το σουπερμάρκετ, ώστε να γίνει πιο λίγο πιο εύκολο το πρώτο βήμα.

Μοιράσου τη γνώση. Κοινοποίησε το!