Τι είναι
Η οστεοπόρωση είναι μια συστηματική σκελετική νόσος, η οποία χαρακτηρίζεται από μείωση της οστικής μάζας και διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής του οστού με αποτέλεσμα μειωμένη οστική αντοχή και αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων.
Στις τρεις πρώτες δεκαετίες της ζωής υπό την επίδραση γενετικών, τοπικών και συστηματικών παραγόντων (ορμόνες, μηχανική φόρτιση, διατροφικά στοιχεία) ο οστίτης ιστός αυξάνεται αποκτώντας την κορυφαία οστική μάζα και την ιδανική αρχιτεκτονική δομή.
Στη συνέχεια παρατηρείται μια περίοδος σχετικής σταθερότητας, για να ακολουθήσει η προοδευτική απώλεια οστίτη ιστού, η οποία στις γυναίκες σηματοδοτείται με την εμμηνόπαυση, ενώ στους άνδρες η παρατηρούμενη οστική απώλεια είναι βραδύτερη και εμφανίζεται σε μεγαλύτερη ηλικία. Υπό την έννοια αυτή, εκτός από τις «φυσιολογικές» συνέπειες της γήρανσης, συστηματικά νοσήματα / διαταραχές, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη χρονική στιγμή εμφάνισής τους, είναι δυνατόν να προσβάλλουν το σκελετό και να προκαλέσουν οστεοπόρωση.
Η μορφή αυτή της οστεοπόρωσης ονομάζεται δευτεροπαθής, η δε ανίχνευσή της είναι κρίσιμης σημασίας, όχι μόνο για την αναγνώριση της πρωτοπαθούς νόσου αλλά και για την αιτιολογική και κατά συνέπεια ορθή αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης.
Αίτια
Τα αίτια της δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης είναι πολλαπλά και αδρά μπορούν να διακριθούν σε:
- διατροφικά
- ενδοκρινικά
- οστεοπόρωση
- φαρμακευτικής αιτιολογίας
- σπάνια γενετικά νοσήματα (ατελής οστεογένεση, σύνδρομο Turner, Ehlers-Danlos) και σειρά ποικίλων νοσημάτων που προσβάλλουν το σκελετό προκαλώντας οστεοπόρωση.
Στην ομάδα των διατροφικών αιτιών συγκαταλέγονται η έλλειψη βιταμίνης D και η φτωχή πρόσληψη ασβεστίου, καταστάσεις οι οποίες είναι εξαιρετικά συχνές ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες ηλικίες. Επιπρόσθετα, πλημμελής πρόσληψη ασβεστίου κατά την περίοδο της ανάπτυξης μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη κορυφαία οστική μάζα, με συνέπεια αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων κατά την ενηλικίωση.
Άλλη συχνή αιτία δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης είναι ο αλκοολισμός, ενώ μια ολοένα και συχνότερα αναγνωριζόμενη αιτία οστεοπόρωσης είναι η δυσαπορρόφηση ασβεστίου μετά από επεμβάσεις παράκαμψης στομάχου, οι οποίες πραγματοποιούνται για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.
Αναφορικά με τα ενδοκρινικά αίτια, τα συχνότερα αφορούν σε διαταραχές της λειτουργίας των γονάδων, του θυρεοειδούς και των παραθυρεοειδών αδένων. Κατά συνέπεια διαταραχές της εμμήνου ρύσεως στις γυναίκες ή της λειτουργίας των όρχεων στους άνδρες, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε οστεοπόρωση, εφόσον δεν αντιμετωπισθούν έγκαιρα.
Αναφορικά με τη συμμετοχή των παθήσεων του θυρεοειδούς (υπερθυρεοειδισμός) ως αιτία δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης η συμβολή τους είναι μικρή, ενώ για τα νοσήματα των παραθυρεοειδών αδένων (πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός) η συχνότητα στο γενικό πληθυσμό είναι σχετικά μικρή.
Αναφορικά με τα φάρμακα τα οποία προκαλούν οστεοπόρωση, τα πλέον κοινά είναι τα κορτικοστεροειδή και τα αντιεπιληπτικά. Για το λόγο αυτό άτομα τα οποία λαμβάνουν μακροχρόνια τέτοια αγωγή θα πρέπει να συμβουλεύονται το θεράποντα ιατρό τους για το ενδεχόμενο της οστεοπόρωσης και τη λήψη της κατάλληλης προληπτικής αγωγής.
Τέλος σημαντική νοσηρότητα μπορεί να προκαλέσει η οστεοπόρωση από ρευματικά νοσήματα (ρευματοειδής αρθρίτιδα), η παρατεταμένη ακινητοποίηση, ενώ σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να διαφεύγουν της διάγνωσης νεοπλασματικά νοσήματα τα οποία χαρακτηρίζονται από συμμετοχή του σκελετού.
Κατά την αρχική εκτίμηση ενός ασθενούς με οστεοπόρωση, στοιχεία από το ιστορικό, την κλινική εξέταση και τον παρακλινικό έλεγχο είναι ικανά στις περισσότερες περιπτώσεις να οδηγήσουν στην ορθή διάγνωση. Για το λόγο αυτό κάθε άτομο στο οποίο ανευρίσκεται χαμηλή οστική πυκνότητα ή υπέστη κάταγμα χαμηλής ενέργειας θα πρέπει να υποβάλλεται στον κατάλληλο παρακλινικό έλεγχο και στην κατά το δυνατό αιτιολογική αντιμετώπιση της υποκείμενης πάθησης.
Συμβουλεύει ο Δρ. Συμεών Τουρνής, Ενδοκρινολόγος