Απόφραξη ρινοδακρυικού πόρου

Τι είναι και πως αντιμετωπίζεται;

Πριν αρχίσουμε την προσέγγιση αυτού του θέματος, καλό είναι να αναφέρουμε ότι ο οφθαλμός στον άνθρωπο έχει σύστημα παραγωγής δακρύων που λειτουργεί αμέσως μετά τη γέννηση, συνήθως 15-20 ημέρες και παράγει δάκρυα συνεχώς όλη την ημέρα και τη νύχτα. Ας σημειωθεί ότι ζωτικά μέρη του βολβού δεν μπορούν να υπάρξουν ανατομικά και λειτουργικά χωρίς την μόνιμη παρουσία των δακρύων π.χ. κερατοειδής.

Η απόφραξη του ρινοδακρυικού πόρου είναι ταυτόσημη με μια κοινή μικροβιακή επιπεφυκίτιδα κι έτσι αντιμετωπίζεται αρχικά από τους θεράποντες ιατρούς (παιδίατρο ή οφθαλμίατρο). Η αποτυχία της θεραπευτικής αγωγής και η χρονιότητα του προβλήματος, πρέπει να κινητοποιήσει τόσο τους ιατρούς όσο και τους γονείς των παιδιών και να απευθυνθούν σε ειδικό παιδοοφθαλμολογικό τμήμα.

Καλό είναι κατά την πρώτη εξέταση να αναζητηθούν κι άλλες τυχόν υπάρχουσες ανωμαλίες της δακρυικής συσκευής, προκειμένου να ενημερωθούν σωστά οι γονείς.

Τα δάκρυα στον άνθρωπο έχουν και άλλες σημαντικές ιδιότητες που αφορούν άμυνα του οφθαλμού κ.λπ. Τα δάκρυα που παράγονται αδιαλείπτως, αφού εκτελέσουν την αποστολή τους ένα μικρό μέρος εξατμίζεται και το υπόλοιπο οδηγείται μέσα από ένα δίκτυο απορροής στον ρινοφάρυγγα.

Αυτή η συσκευή που πραγματοποιεί αυτή την λειτουργία της «απορροής» των δακρύων ξεκινά από δύο σημεία, τα λεγόμενα δακρυικα σημεία που βρίσκονται στο άνω και κάτω βλέφαρο, κοντά στη γωνία που σχηματίζουν αυτά προς την μύτη, δηλαδή τον έσω κανθό.

Από τα σημεία αυτά ξεκινούν δύο σωληνάρια, το κάτω και το άνω τα οποία, αφού συναντηθούν σχηματίζουν ένα κοινό, που καταλήγει στον δακρυικό ασκό από τον οποίο ξεκινά ένα άλλο σωληνάριο που ονομάζεται ρινοδακρυικός πόρος, το οποίο εκβάλλει στον ρινοφάρυγγα.

Το ευχάριστο είναι ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών (80%-90%) που γεννιούνται με συγγενή απόφραξη, χωρίς άλλα προβλήματα, η «βλάβη» αποκαθίσταται μόνη της μέχρι τον 6ο-7ο μήνα της ζωής του παιδιού. Τα βασικά συμπτώματα αυτής της κατάστασης είναι η μόνιμη σχεδόν δακρύρροια, περιοδική συνύπαρξη εκκρίσεων, άλλοτε άλλου χρώματος και πυκνότητας, ήπια ερυθρότης του κάτω βλεφάρου και σπάνια μικρό οίδημα αυτού.

Με την υπόδειξη του οφθαλμίατρου πρέπει να μαθαίνουν οι γονείς να ασκούν παλινδρομικές κινήσεις πίεσης του ασκού, προκειμένου να αδειάζει το περιεχόμενο του, το οποίο είναι θρεπτικό υλικό μικροβίων και βοηθά όπως πιστεύεται στην διάνοιξη του κωλύματος.

Έτσι λοιπόν τα δάκρυα μας ακολουθώντας αυτή την διαδρομή (80% κάτω και 20% από το άνω δακρυικό σημείο) φτάνουν στον ουρανίσκο μας, και στην ρινική χοάνη. Αυτή η συσκευή απορροής των δακρύων που διαμορφώνεται κατά τον σχηματισμό και την ολοκλήρωση του εμβρύου σε ένα μικρό ποσοστό (1-2%) των παιδιών που γεννιούνται δεν έχει τελειοποιηθεί η διάπλαση αυτής της συσκευής με αποτέλεσμα την αδυναμία απορροής δακρύων.

Η συγγενής αυτή ανωμαλία μπορεί να αφορά τον έναν ή και τους δύο οφθαλμούς. Συνήθως το πρόβλημα εντοπίζεται στο τέλος του ρινοδακρυικού πόρου όπου το τελικό άνοιγμα παραμένει αποφραγμένο.

Σπανιότερα αυτή η συγγενής απόφραξη του ρινοδακρυικού πόρου συνοδεύεται και από άλλες διαταραχές της δακρυικής συσκευής π.χ. ατρησία δακρυικών σωληνάριων, απλασία οριζόντιας μοίρας δακρυικού σωληνάριου κ.α. Η διάγνωση θα τεθεί τόσο από το ιστορικό που πρέπει να είναι λεπτομερές για τα βασικά χαρακτηριστικά της συγγενούς απόφραξης, όσο και με δακτυλική πίεση στη θέση του ασκού οπότε ο έσω κανθός γεμίζει από δάκρυ και παχύρρευστες εκκρίσεις.

Σε ορισμένες περιπτώσεις αναπτύσσονται μικρόβια με ισχυρή λοιμογόνο δράση εντός του ασκού με αποτέλεσμα την διόγκωση και ερυθρότητα του, (η κατάσταση αυτή λέγεται δακρυοκυστίτιτδας). Σ ‘αυτή την περίπτωση δεν πρέπει να περιμένουμε την θεραπεία μόνο με αντιβιοτικά ή έστω και με συστηματική χορήγηση τους, πρέπει να γίνεται ευθύς αμέσως καθετηριασμός προκειμένου να αποφευχθούν οι δυσάρεστες επιπλοκές της δακρυοκυστίτιδας.

Επομένως από την περιγραφή αυτή προκύπτει ότι η αντιμετώπιση της συγγενούς απόφραξης του ρινοδακρυικού πόρου είναι συμπωματική (αντιβιοτικά κολλύρια και μαλάξεις) το πρώτο εξάμηνο και αμέσως μετά (7ο-8ο μήνα), πρέπει να γίνεται σε οργανωμένο νοσοκομείο παίδων καθετηριασμός με γενική αναισθησία, με στόχο την αποκατάσταση της ανωμαλίας αυτής.

Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν πρέπει να αναβάλλεται ο χρόνος της απλής αυτής επέμβασης μετά τον 8ο μήνα, γιατί όσο μεγαλώνει το παιδί και οστεοποιούνται τα ρινικά οστά τόσο πιο δύσκολα αποκαθίσταται η συγγενής αυτή βλάβη.

Συμβουλεύουν οι: κα Άννα Κοκολάκη και ο κος Νίκος Μάνιος, Οφθαλμίατροι

Μοιράσου τη γνώση. Κοινοποίησε το!